Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φρύγανον

См. также в других словарях:

  • φρύγανον — φρύ̱γανον , φρύγανον dry stick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • FLAMMA — I. FLAMMA proprie fornacis est, quod flatu follium excitatur; Salmas. mel. a φλέγμα, Aeol. φλέμμα, hincqueve φλάμμα, dicta. Eius inspectio, Gr. πυρομαντεία, pars Haruspicinae fuit non ignobilis; dicebanturque tum Harnspices δἰ ἐμπύρων μαυτεύεςθαι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • FOMES — apud Macrob. Sat. l. 2. c. 8. Aestimavit fomitem esse quendam, et ignitabulum ingenii virtutisque, si mens et corpus hominis vino flagret: prorie materia est levis et arida, quo excipitur et fovetur ignis excussus, et excusus, ab ignitabulo. Et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σκάριφος — ο, ΝΜΑ, και σκάριφο, το, Ν, και σκάριφον Α πρόχειρο σχέδιο, ιχνογράφημα, σκαρίφημα νεοελλ. σκαριφητήρας, ξαριστής αρχ. 1. σχέδιο για ένα κτήριο 2. κοντύλι ή αιχμηρό όργανο για την εγχάραξη σχημάτων ή ιχνογραφημάτων και κυρίως πάνω στην άμμο ή σε… …   Dictionary of Greek

  • τραύσανον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ξηρὸν πᾱν ἢ φρύγανον». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. τραύξανον, με εναλλαγή τού ξ και σ (πρβλ. ξύλον < σύλον, ξύν < σύν, βλ. και λ. συν)] …   Dictionary of Greek

  • φρυγάνιον — τὸ, Α [φρύγανον] υποκορ. τ. τού φρύγανο …   Dictionary of Greek

  • φρυγανίζω — ΝΜΑ, και φρυγανιάζω Ν [φρύγανον] νεοελλ. 1. ψήνω φέτες ψωμί, κάνω φρυγανιές 2. (ως αμτβ. στον τ. φρυγανιάζω) ξηραίνομαι μσν. αρχ. μαζεύω φρύγανα για καύση …   Dictionary of Greek

  • φρυγανίς — ίδος, ἡ, ΜΑ φρύγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • φρυγανίτης — ό, θηλ. φρυγανῑτις, ίτιδος, Α κατάλληλος για καύση, καύσιμος («φρυγανίτιδα ὕλην», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • φρυγανικός — ή, όν, Α [φρύγανον] φρυγανώδης …   Dictionary of Greek

  • φρυγανισμός — ὁ, Α η ενέργεια τού φρυγανίζω, η συλλογή φρυγάνων ή ξερών καυσόξυλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + κατάλ. ισμός*. Το ρ. φρυγανίζω είναι μτγν.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»