Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φρυκτῇ

См. также в других словарях:

  • φρυκτῇ — φρυκτός roasted fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυκτή — φρυκτός roasted fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρόφρυκτον — ξηρόφρυκτον, τὸ (Α) ξηρόμυρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + φρυκτή «είδος ρητίνης»] …   Dictionary of Greek

  • φρυκτός — ή, ό / φρυκτός, ή, όν, ΝΜΑ [φρύγω] ξεροψημένος, καβουρντισμένος μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ φρυκτή είδος ρητίνης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό φρυκτός α) φλεγόμενος δαυλός β) (ειδικά) πυρσός για την μετάδοση σημάτων («ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»