-
1 φρύγετρον
A a vessel for roasting barley, Polyzel. 6 (troch.(?)): carried by brides in procession, as a symbol of household duties, LexSolonisap.Poll.1.246.II stick to stir barley while roasting, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρύγετρον
-
2 φρυγεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρυγεύς
-
3 φρυγεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρυγεύω
-
4 φρυγία
-
5 φρυγίνδα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρυγίνδα
-
6 φρύγιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρύγιον
-
7 φρύγιος
A dry, Hsch.------------------------------------A Phrygian,δι' αἴας.. Φρυγίας A.Supp. 548
(lyr.), etc.; δείματα Φ. the terrors of the Phrygian goddess, E.El. 457 (lyr.).2 Φ. νόμοι, μέλεα, Phrygian music, esp. of music played on the flute, said to have been invented by Marsyas, E.Or. 1426 (lyr.), Tr. 545 (lyr.);Φ. αὐλοί Id.Ba. 127
(lyr.):πᾶσα βακχεία.. μάλιστα.. ἐστὶν ἐν τοῖς αὐλοῖς.. · ὁ διθύραμβος ὁμολογουμένως δοκεῖ εἶναι Φ. Arist.Pol. 1342b7
;τῆς Φρυγίον [ἁρμονίας] τὸ ἔνθεον Luc.
l.c.; Φ. διὰ πασῶν εἶδος, τόνος, τρόπος, Phrygian scale, Cleonid.Harm.9,12, Alyp.Diat.7,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρύγιος
-
8 φρυγμός
φρῠγ-μός, ὁ,A drying, roasting, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρυγμός
-
9 φρύγω
φρῠγ-ω[pron. full] [ῡ], Ar.Ec. 221, etc. (in late writers also [full] φρύττω, in [voice] Pass., Dsc.2.148 (v.l.), Sch.Od.9.388): [tense] fut. φρύξω (v. infr.), [dialect] Dor.A- ξῶ Theoc.7.66
: [tense] aor.ἔφρυξα Cratin.143.2
(hex.), Hp.Ulc.11, 12:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐφρύχθην Hom.Epigr.14.4
. Gal.6.289 (v.l.); ἐφρύγην [pron. full] [ῠ] Hp.Ulc.12, AP7.293 (Isid.Aeg.), Gal.6.289: [tense] pf.πέφρυγμαι Pherecr.159
, Th.6.22, Hp.Acut. (Sp.) 47:— roast or parch, , cf. Ec. 221;φρύξας, ἑψήσας κἀπ' ἀνθρακιᾶς ὀπτησας Cratin.
l.c.;φρύξαντες ἀπέψουσι Hdt.2.94
; ἐρετμοῖσι φρύξουσι (Kuhn for φρίξουσι) they shall cook with the [wood of the] oars, Orac. ap. Hdt.8.96:—[voice] Pass.,φρύγεται τραγήματα Ar.Ec. 844
;πεφρυγμένοι ἐρέβινθοι Pherecr.
l.c.; πεφρ. κριθαί roasted barley, Th.6.22;κυμινον πεφρ. Sor.1.119
.2 of the sun, parch, Theoc.6.16, 12.9; of thirst, ἐφρύγη δίψευς ὕπο AP l.c. (The relation to Lat. frīgo 'roast', Skt. bhṛjjáti 'he roasts', bhṛ[snull ][tnull ]á- 'roasted', is not clear.) -
10 φρυγῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρυγῖτις
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνιος — α, ο (Α Καρχηδόνιος, ία, ον) ο κάτοικος τής αρχαίας πόλης Καρχηδόνος νεοελλ. καρχηδονιακός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών όνος + κατάλ. ιος (πρβλ. Τράγ ιος, Φρύγ ιος)] … Dictionary of Greek
έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
θωμός — θωμός, ὁ (Α) 1. σωρός, στοίβα 2. μτφ. πλήθος («θωμὸς ψηφισμάτων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη ρίζα *dhē ( θη ) τού τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω (πρβλ. γοτθ. doms, το αρχ. σαξ. dōm και το αρχ. άνω γερμ. tuom, όλα… … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
ρόβιλλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «βασιλίσκος ὄρνις». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ιλος (με εκφραστικό διπλασιασμό), το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα πτηνών (πρβλ. ορχ ίλος, τροχ ίλος, φρυγ ίλος). Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το… … Dictionary of Greek
τετρακίνη — ἡ, Α το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά, στην καθημερινή γλώσσα τών Αρχαίων, τής λ. θριδακίνη «μαρούλι» (< θρίδαξ, ακος), με παρετυμολ. επίδραση τών σύνθ. λ. με α συνθετικό τετρ(α) * και τού επιρρ. τετράκις. Κατ … Dictionary of Greek
τροχίλος — ο, ΝΜΑ, και τρόχιλος, Ν αρχιτ. η κοίλη εσοχή που βρίσκεται μεταξύ τών δύο σπειρών τής βάσης τών ιωνικών κιόνων, η σκοτία νεοελλ. στον πληθ. οι τρόχιλοι ζωολ. υπόταξη αποδόμορφων πτηνών τού Νέου Κόσμου νεοελλ. μσν. μηχανισμός ανύψωσης βαρών,… … Dictionary of Greek
φάρκες — Α (κατά τον Ησύχ.) «νεοσσοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι ο τ. είναι ορθά παραδεδομένος θα μπορούσε να συνδεθεί με τη λ. φρυγ ίλος* «είδος πτηνού» και να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα ΙΕ ρίζα *bher g «γαβγίζω, μουρμουρίζω,… … Dictionary of Greek
φρυγίλος — ὁ, Α άγνωστο είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. πτηνού, η οποία εμφανίζει επίθημα ίλος, όπως και άλλα ον. πτηνών (πρβλ. ὀρχ ίλος, σποργ ίλος, τροχ ίλος). Κατά μία άποψη, η λ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *bher (e)g «γαβγίζω,… … Dictionary of Greek