-
1 φρουρημα
- ατος τό1) предмет охраны, охраняемое имущество2) охранаἀμφί τι φ. ἔχειν Eur. — нести охрану вокруг чего-л.
3) хранитель, страж или стражаἐγρηγορὸς φ. γῆς Aesch. — неусыпный хранитель страны -
2 φερεγγυος
2являющийся залогом, т.е. надежный, обеспечивающий, достаточный(φρούρημα, προστάται Aesch.)
τί γὰρ κελεύεις ὧν ἐγὼ φ. ; Soph. — что велишь ты мне из того, что мне под силу?;πρὸς τὰ δεινὰ φερεγγυώτατος ἐφάνη Thuc. — он оказался чрезвычайно стойким перед лицом опасностей;οὐ φ. εἰμι Her. — я не в состоянии
См. также в других словарях:
φρούρημα — that which is watched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρούρημα — ήματος, τὸ, Α [φρουρῶ] 1. αυτό που φρουρείται, που φυλάσσεται 2. φρουρός, φύλακας («εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καθίσταμαι», Αισχύλ.) 3. φρούρηση, φύλαξη … Dictionary of Greek
φρούρημ' — φρούρημα , φρούρημα that which is watched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρήματα — φρούρημα that which is watched neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… … Dictionary of Greek