-
1 φερεγγυος
2являющийся залогом, т.е. надежный, обеспечивающий, достаточный(φρούρημα, προστάται Aesch.)
τί γὰρ κελεύεις ὧν ἐγὼ φ. ; Soph. — что велишь ты мне из того, что мне под силу?;πρὸς τὰ δεινὰ φερεγγυώτατος ἐφάνη Thuc. — он оказался чрезвычайно стойким перед лицом опасностей;οὐ φ. εἰμι Her. — я не в состоянии -
2 φερέγγυος
α, ο [ος, ον ] платёжеспособный, кредитоспособный; надёжный (о плательщике и т. п.) -
3 φερέγγυος
[фэрэнгиос] εκ. платежеспособный, надёжный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φερέγγυος
-
4 φερέγγυος
[фэрэнгиос] επ платежеспособный, надёжный.
См. также в других словарях:
φερέγγυος — giving surety masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… … Dictionary of Greek
φερέγγυος — α, ο αυτός που αποτελεί εγγύηση, ο εχέγγυος, ο αξιόπιστος, ο αξιόχρεος, ο ασφαλής: Φερέγγυος χρεώστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φερεγγυώτατον — φερέγγυος giving surety masc acc superl sg φερέγγυος giving surety neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέγγυον — φερέγγυος giving surety masc/fem acc sg φερέγγυος giving surety neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεγγυώτατος — φερέγγυος giving surety masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεγγύοις — φερέγγυος giving surety masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεγγύους — φερέγγυος giving surety masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεγγύῳ — φερέγγυος giving surety masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέγγυοι — φερέγγυος giving surety masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφερέγγυος — α, ο μη φερέγγυος, αναξιόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φερέγγυος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek