Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φρουμεντάριος

См. также в других словарях:

  • φρουμεντάριος — ὁ, Α σιτοπώλης, σιτάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. frumentarius «σιτοπώλης, σιτάρχης» < λατ. frumentum «σίτος, καρποί, δημητριακά»] …   Dictionary of Greek

  • φρουμενταρίου — φρουμεντάριος frumentarius masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουμενταρίους — φρουμεντάριος frumentarius masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουμενταρίων — φρουμεντάριος frumentarius masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουμεντάριοι — φρουμεντάριος frumentarius masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουμεντάριον — φρουμεντάριος frumentarius masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»