-
1 φροντίζει
φροντίζωconsider: pres ind mp 2nd sgφροντίζωconsider: pres ind act 3rd sg -
2 δεύκω
δεύκω· βλέπω, EM260.54; cf. δεύκει· φροντίζει, Hsch. [full] δευλόν· πονηρόν, ἀχρεῖον, Id. -
3 λεδδά
λεδδά· ἡ ἐξοχὴ τῶν πτερνῶν, Hsch.; cf. λεάδα. [full] λεδρεῖται· φροντίζει, θέλει, βούλεται, Id. [full] λέη· ὁμοίως, Id. -
4 φροντίζω
A (troch.), etc.: [tense] pf.πεφρόντικα E.Alc. 773
, Eup.352, Ar.Ec. 263, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. φροντιοῦμαι, E.IT 343 (s.v.l.):— [voice] Pass., v. infr. IV: ([etym.] φροντίς):I abs., consider, reflect, take thought,φροντίζων εὑρίσκω Hdt.5.24
, cf. A.Pr. 1034, Supp. 418 (lyr.), Ar.Nu.75, al.;ζητεῖν καὶ φ. καὶ βουλεύεσθαι Isoc.9.41
; give heed, pay attention, Pl.R. 558a.2 to be thoughtful or anxious, πεφροντικὸς βλέπεις you look careworn, E.Alc. 773;τίς δ' ἔστιν ὁ.. φροντίζων; Phryn.
Com.21; τὸ πεφροντικός, as Subst., care, thought, Plu.2.983b.II with an object,1 c. acc. rei, consider, ponder,ἔχθος ἐμόν Thgn.1247
;Σωκράτης.. -ίζων τι ἕστηκε Pl.Smp. 220c
;δεινά.. τοῖς τεκοῦσι φροντίσαι A.Pers. 245
(troch.); [ ὀνείρατα] Hdt.7.16.β; devise,μηχανήν Id.5.67
;τοῦτο φ. ὅκως μὴ λείψομαι Id.7.8
.ά (nisi leg. τοῦτον); ἐκεῖνο δ' οὐ πεφροντίκαμεν, ὅτῳ τρόπῳ.. μνημονεύσομεν Ar.Ec. 263
; also directly folld. by a relat. clause,φ. ἥντιν' [ὁδὸν] ἴω προτέρην Thgn.912
;φ. πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει Hdt.8.100
;ἐφρόντισ' ᾗ διέφθαρται βίος E. Hipp. 376
;φ. ὅ τι βούλεται ἑαυτὸν καλεῖν D.39.2
, cf. X.Mem.3.7.6; φ.τί ποτε τοῦτ' ἔστι Id.Cyr.3.3.32
; take thought that.., see to it that, ὅπως .. Pl.Ap. 29e, X.An.2.6.8, PHib.1.82.10 (iii B. C.); later ἵνα .. ib.43.7 (iii B. C.), Plb.2.8.8; ὡς .. PTeb.10.6, al. (ii B. C.): c. inf., Ep.Tit.3.8, BGU 8 ii 4 (iii A. D.), etc.: folld. by μή with subj.,φ. μὴ ἄριστον ᾖ Hdt.1.155
, cf. X.Mem.4.2.39, cf. infr. 111; οὐδὲν φ. εἰ .. Pl.Grg. 503a; φ. εἴτε.., εἴτε .. Id.R. 344e: c. inf., Plu.Fab.12: c. part.,φροντίζεθ' ὡς μαχούμενοι S.El. 1370
.2 c. gen., take thought for, give heed to a thing, regard it, mostly with a neg. expressed or implied,σοὶ δ' ἔμεθεν μὲν ἀπήχθετο φροντίσδην Sapph. 41
(s.v.l.);Περσέων οὐδὲν φ. Hdt.3.97
, cf. 100, 151, 4.167;γῆ αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδέν Id.4.198
;Πενθέως οὐ φροντίσας E.Ba. 637
(troch.);μηδὲν ὅρκου φροντίσῃς Ar.Lys. 915
;τῶν οἰκετῶν.. μηδὲν φ. Lys.7.17
; μησενὸς ἄλλου φ., πλὴν ὅπως .. Isoc.15.305; ;τὸ παράπαν θεῶν μὴ φ. Id.Lg. 701c
; conversely, τοὺς θεοὺς φ. οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων ib. 888c, cf. Men.Epit. 552: so with Advbs. implying a neg.,σμικρὰ φ. ὄχλου E.Or. 801
(troch.);ὀλίγον φ. δεσποτῶν Id.Cyc. 163
;σμικρὸν φ. Σωκράτους Pl.Phd. 91c
; also without neg.,οὗπερ δεῖ μάλιστα φ. E.Heracl. 242
;τοῦ μὲν ὀνόματος φ., τοῦ δὲ πράγματος ἀμελεῖν And.4.27
;σφόδρα σοῦ φ. X.Mem.3.11.10
;εἰ σοφὸς ἀνὴρ ταφῆς φροντιεῖ Demetr.Lac.Herc.1012.26
; later, to be steward or bailiff,τῶν ὑπαρχόντων τινός BGU300.4
(ii A. D.): so with Preps., φ. περί τινος to be concerned or anxious about,σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36
, cf. X.Mem.1.1.12, E.Hipp. 709;ὑπέρ τινος Pl.Euthphr.4d
;ὑπὲρ σωτηρίας D.1.2
; less freq. in this sense c. acc. only, [Σωκράτης] τἄλλα μὲν πεφρόντικεν Eup.352
;ἄλλο οὐδὲν φροντίζειν Pl.Grg. 501e
;ἀλλ' οὐ τὰ βίου.. δεῖ φροντίσαι Men.330
;ἡ δ' ἐφρόντισ' οὐδὲ ἕν Cratin. 302
(troch.).b later, see to, provide for, furnish, σιτάριον, χρήσιμα, ZUP73.5, 69.2 (both ii B. C.);τὰ ἐπιβάλλοντα τῇ ἑορτῇ BGU845.18
(ii A. D.);μηδὲν φροντίσας Pherecr.80
.c c. acc. et part., (anap.).3 the object is freq. unexpressed, ἐφρόντιζε ἱστορέων, i. e. inquired carefully, Hdt.1.56; οἲ τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζετε who though ye do mischief to your friends reck not of it, E.Hec. 256; μὴ φροντίσῃς heed it not Ar.V. 228;οὐ, μὰ Δἴ, οὐδ' ἐφρόντισα Id.Ra. 493
, cf. 650, Pl. 215, 704; c. part.,τοιαῦτα.. γιγνόμενα.. ὁρῶντες οὐδὲν φροντίζετε And.4.23
.III [voice] Med. in signf. 11.1, φροντιζόμενον μή .. X.Hier.7.10: c. acc., E.IT 343 (s. v. l.).IV later in [voice] Pass., to be an object of thought or care, πεφροντισμένος carefully thought out;λόγος D.S.15.78
, 16.32;λόγοι πεφρ. εὖ Philostr.VS1.11
;τρέφονται τροφῇ πεφροντισμένῃ Ael.NA7.9
; of a ward, (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φροντίζω
-
5 ψέφω
ψέφω, in [ per.] 3sg. ψέφει· δέδοικεν, ἐντρέπει, λυπεῖ, φροντίζει, Hsch.: cf. μετα-ψέφω; also prob. ἐπί-σσοφος. -
6 ὀθέτη
ὀθέτη· ἅμαξα ἡμιονική, Hsch. (Cf. ὄθιζα.) [full] ὀθεύει· ἄγει, φροντίζει, Id. (Cf. ὀθρεῖν, and v. sq.) [full] ὀθέω, only ὀθέων· φροντίζων, and ὄθεσαν· ἐπεστράφησαν, Id. [full] ὄθη· φροντίς, ὤρα, φόβος, λόγος, Id. [full] ὄθημον· ὑστερινόν, Id. -
7 ὠρίζω
-
8 ἀδευκής
Grammatical information: adj.Dialectal forms: Myc. deukario \/Deukaliōn\/?Origin: IE [Indo-European]X [probably] [0] *deuk-? `to care'?Etymology: Presupposes, like Πολυ-δεύκης, a noun *δεῦκος n., which is unknown. (Not to Lat. dūco etc., Lagercrantz KZ 35, 276). Cf. δεύκει φροντίζει H., ἐνδυκέως `careful'; ἀδευκής would then be `careless, rücksichtslos', which fits very well. In a Scholion on A. R. 1, 1027, δεῦκος is glossed as γλεῦκος, which seems most improbable. (Is there a mistake for ΓΔΕΥΚΟΣ?) - The name Δευκαλίων may come from *Λευκαλίων, s. Bechtel Lex. s. ἀδευκής.Page in Frisk: 1,20Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀδευκής
-
9 ὄθομαι
Grammatical information: v.Meaning: about `to attend, to turn to, to take heed', only with negation (Il., A. R.).Other forms: only presentstem (except ὄθεσαν ἐπεστράφησαν H.). From H.: ὀθέων φροντίζων, ὄθη φροντίς, ὤρα, φόβος, λόγος and ὄθεσαν (s. above).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Not well explained (on the ο-vowel Schwyzer 721). Several proposals, al at best hypothetic: to Goth. ga-widan etc (Fick BB 28, 106; negative WP. 1, 256); to ὀθεύει ἄγει, φροντίζει H., Lith. vedù `lead, bring' etc. (Lagercrantz KZ 35, 271; negative WP. 1, 255); to ἔθων (s.v.), ὠθέω, ἔθειρα (Frisk, s. v.). Cf. also νωθής.Page in Frisk: 2,355Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄθομαι
См. также в других словарях:
φροντίζει — φροντίζω consider pres ind mp 2nd sg φροντίζω consider pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμελής — (I) ές (Α ἀμελής) αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, αδιάφορος, αμέριμνος, ανέμελος, ράθυμος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, ο παραμελημένος 2. φρ. «ἀμελῶς ἔχω πρός τι»,… … Dictionary of Greek
κήδειος — κήδειος, ον (Α) [κῆδος] 1. αυτός τον οποίο φροντίζει κάποιος, αγαπητός, αγαπημένος («τρεῑς τε κασιγνήτους τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («τροφαὶ κήδειοι κεδνῶν γε τέκνων», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
μικρολόγος — ο (Α μικρολόγος και σμικρολόγος ον) 1. αυτός που μιλάει ή φροντίζει για ασήμαντα πράγματα 2. αυτός που δίνει προσοχή σε ασήμαντες λεπτομέρειες, σχολαστικός αρχ. 1. αυτός που φροντίζει για μικρές δαπάνες, φειδωλός, τσιγγούνης 2. μικροπρεπής. επίρρ … Dictionary of Greek
οικονόμος — ο, η, θηλ. και οικονόμα (ΑΜ οικονόμος, ὁ, ἡ, Α θηλ. και οικονόμισσα) 1. επιστάτης ο οποίος διαχειρίζεται τα ζητήματα τού σπιτιού 2. εκκλ. α) εκκλησιαστικό αξίωμα ο κάτοχος τού οποίου ήταν, στο παρελθόν, υπεύθυνος για τη διαχείριση τής… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
φειδώλιον — Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) «δίφρος, σφέλας, χόρτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φειδωλός. Η σύνδεση τού τ. με την οικογένεια τού φείδομαι δικαιολογείται πιθ. μέσω μιας σημ. «αυτός που φροντίζει, εξασφαλίζει ανάπαυση, ξεκούραση», όσον αφορά τη σημ. «δίφρος,… … Dictionary of Greek
φροντίζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φροντίσδω Α 1. μεριμνώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «φροντίζει για την ανατροφή τών παιδιών» β. «θεοὺς εἶναι μὲν, φροντίζειν δὲ οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων», Πλάτ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φροντισμένος, η, ο,… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek