-
1 φουρτουνιασμένος
[фуртуньязмэнос] εκ. пострадавший от бури, несчастный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φουρτουνιασμένος
-
2 φουρτουνιασμένος.
[фуртуньязмэнос] επ пострадавший от бури, несчастный. (μεταφ) разъяренный. -
3 шторм
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шторм
-
4 choppy
adjective ((of the sea) rough.) φουρτουνιασμένος -
5 взволновать
-ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взволнованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.σ.μ.1. αναταράσσω, προκαλώ, σηκώνω κύματα, τρικυμίζω.2. μτφ. ταράσσω ψυχικά, βάζω σε ανησυχία, φόβο, ανησυχώ, φοβίζω.1. αναταράσσομαι, είμαι τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένος•море снова -лось η θάλασσα πάλι φουρτούνιασε.
2. μτφ. ανησυχώ, ταράσσομαι, φοβούμαι. -
6 штормить
-митρ.δ. (ναυτ.) είμαι τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένος•море -ит η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη.
-
7 штормовой
επ.σφοδρός, θυελλώδης•штормовой ветер θυελλώδης άνεμος.
|| τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένος•-ое море φουρτουνιασμένη θάλασσα.
|| κατά της τρικυμίας•-ые паруса πανιά, κατά της τρικυμίας•
штормовой якорь άγκυρα κατά της τρικυμίας.
См. также в других словарях:
φουρτουνιασμένος — η, ο βλ. φουρτουνιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουρτουνιάζω — φουρτούνιασα, φουρτουνιασμένος, αμτβ., συνήθ. στο γ πρόσωπο 1. (για θάλασσα, για καιρό), γίνομαι θυελλώδης, προκαλώ τρικυμία, αφρομανώ: Φουρτούνιασε η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά (Γ. Βιζυηνός). 2. μτφ., αγριεύω, εξαγριώνομαι, γίνομαι έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυματόεις — εσσα, εν (Α κυματόεις) (ποιητ. τ.) κυματίας*, γεμάτος κύματα, φουρτουνιασμένος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. όεις, πρβλ. αιματ όεις, εγκατ όεις] … Dictionary of Greek
κυματώδης — ες (Α κυματώδης, ῶδες) αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κύματα, φουρτουνιασμένος («αύριο η θάλασσα θα είναι κυματώδης») αρχ. 1. (για τόπο) αυτός που πλήττεται από κύματα 2. μτφ. (για τον σφυγμό) αυτός που παρουσιάζει αυξομειώσεις, κυμαινόμενος… … Dictionary of Greek
τρικυμιώδης — ες, Ν 1. αυτός που αναφέρεται σε τρικυμία ή αυτός που έχει τρικυμία, ταραχώδης, φουρτουνιασμένος 2. μτφ. περιπετειώδης, πολυτάραχος. επίρρ... τρικυμιωδώς Ν με τρικυμιώδη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρικυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο… … Dictionary of Greek
φουρτουνιάζω — Ν [φουρτούνα / φορτούνα] 1. (για τη θάλασσα) έχω φουρτούνα, γίνομαι τρικυμιώδης 2. (για τον καιρό) γίνομαι θυελλώδης 3. μτφ. αναστατώνομαι, ταράζομαι 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φουρτουνιασμένος, η, ο α) τρικυμιώδης, θυελλώδης β) μτφ. i)… … Dictionary of Greek
χειμαίνω — Α [χεῑμα] 1. εκθέτω κάτι στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα, χειμάζω* 2. (αμτβ.) (για θάλασσα) είμαι φουρτουνιασμένος («θάλασσα... ἄγρια χειμήνασσα», Ανθ. Παλ.) 3. (ως τριτοπρόσ.) χειμαίνει κάνει βαρυχειμωνιά 4. μτφ. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
φουρτουνιάζω — φουρτουνιάζω, φουρτούνιασα, φουρτουνιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ατρικύμιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι φουρτουνιασμένος, ο γαλήνιος: Είδαν τη θάλασσα ατρικύμιστη κι αποφάσισαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. 2. αυτός που ζει χωρίς περιπέτειες: Η ζωή του ως τη μέρα εκείνη είχε κυλήσει ατρικύμιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυματώδης, -ης, -ες — γεν. ούς, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, κυματοειδής, φουρτουνιασμένος: Η θάλασσα ήταν κυματώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρικυμιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. φουρτουνιασμένος, κυματώδης: Τρικυμιώδες πέλαγος. 2. περιπετειώδης, πολυτάραχος, πολυκύμαντος: Έζησε τρικυμιώδη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)