-
1 φορτωτής
[фортотис] ουσ. а. грузчик.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φορτωτής
-
2 грузчик
грузчик м о φορτωτής портовый \грузчик ο φορτοεκφορτωτής* * *мο φορτωτήςпорто́вый гру́зчик — ο φορτοεκφορτωτής
-
3 автопогрузчик
ο αυτόματος φορτωτής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автопогрузчик
-
4 бочкопогрузчик
ο φορτωτής βαρελιών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бочкопогрузчик
-
5 вагонопогрузчик
ο φορτωτής οχημάτων/βαγονιών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагонопогрузчик
-
6 гидропогрузчик
ο υδραυλικός φορτωτήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гидропогрузчик
-
7 грузчик
1. (механизм) о φορτωτής грейферный - με αρπάγη 2. (рабочий) о εργάτης της φορτοεκφόρτωσηςο αχθοφόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грузчик
-
8 завалыцик
мет. о φορτωτής, ο γεμιστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > завалыцик
-
9 загрузчик
ο φορτωτής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрузчик
-
10 зернопогрузчик
ο φορτωτής/φορτω-τήρας δημητριακών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зернопогрузчик
-
11 мешкопогрузчик
ο φορτωτής σακκι-ών/τσουβαλιών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мешкопогрузчик
-
12 погрузчик
ο φορτωτήςвагонеточный - του ορυχείου, το βαγονέτοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузчик
-
13 свеклопогрузчик
ο φορτωτής τεύτλων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свеклопогрузчик
-
14 сенопогрузчик
ο φορτωτής χόρτου/σανού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сенопогрузчик
-
15 силосопогрузчик
ο φορτωτής της χλωρής (χορτο)νομής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > силосопогрузчик
-
16 снегопогрузчик
ο φορτωτής του χιονιού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снегопогрузчик
-
17 стрела
1. (для метания из лука или сходная по форме) το βέλος 2. (грузоподъёмной или землеройной машины) το τόξοгрузовая - мор. о φορτωτήρας, η μπίγα φορτίου (ξεν.)- тяжеловес ο βαρύς φορτωτής, η μαγγιόρα μπίγα3. мех. το βέλος 4. астр. το Βέλος(αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стрела
-
18 тюкопогрузчик
ο φορτωτής δεμά-των/μπαλλών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тюкопогрузчик
-
19 укладчик
ο συσκευαστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > укладчик
-
20 электропогрузчик
ο ηλεκτροκίνητος φορτωτής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электропогрузчик
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φορτωτής — ο, Ν 1. εργάτης που φορτώνει εμπορεύματα 2. αποστολέας φορτίου 3. τεχνολ. μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση χύδην στερεών υλικών σε χώρους αποθήκευσης και επεξεργασίας ή σε οχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Η λ. μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek
φορτωτής — ο 1. εργάτης που έχει ως έργο του τη φόρτωση εμπορευμάτων. 2. ο ιδιοκτήτης του φορτίου εμπορευμάτων, αυτός που αποστέλλει εμπόρευμα με φορτωτική (βλ. λ.). 3. είδος οχήματος που χρησιμεύει στο φόρτωμα άλλων φορτηγών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάκριση — η (AM διάκρισις) [διακρίνω] διαστολή, διαχωρισμός, ξεχώρισμα νεοελλ. 1. διαφορά 2. επίγνωση, συναίσθηση 3. διακριτικότητα, ευπρέπεια 4. προτίμηση 5. αντίληψη διαφοράς 6. πληθ. διακρίσεις δυσμενής μεταχείριση κατηγοριών ανθρώπων για λόγους… … Dictionary of Greek
διεραμαντίτης — διεραμαντίτης, ο (Α) [διέραμα] φορτωτής σταριών που χρησιμοποιούσε το διέραμα … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek