-
21 грузчик
грузчикм ὁ φορτωτής, ὁ φορτοεκφορτωτής, ὁ χαμάλης. -
22 грузчик
[γκρουστσίκ] ου<τ. α φορτωτής -
23 грузчик
[γκρουστσίκ] ου<τ. α φορτωτής -
24 автопогрузчик
-а α.φορτωτής μηχανικός. -
25 грузчик
-а α.φορτωτής, φορτοεκφορτωτής. -
26 механический
επ.1. μηχανικός•-ое движение μηχανική κίνηση.
βλ. механистический.μτφ. επιφανειακός, επιπόλαιος.2. με τη βοήθεια μηχανής•механический погрузчик μηχανικός φορτωτής•
-ая пила μηχανικό πριόνι.
3. της κατασκευής μηχανών.ουσ. θ. -ая εργαστήριο μηχανών.4. μτφ. ο χωρίς σκέψη και θέληση γινόμενος ασυνείδητος. -
27 нагрузчик
-а α.φορτωτής μηχανικός. -
28 погрузочный
επ.φορτωτικός, της φόρτωσης•-ые работы φορτωτικές εργασίες•
-ая машина φορτωτική μηχανή, φορτωτής.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φορτωτής — ο, Ν 1. εργάτης που φορτώνει εμπορεύματα 2. αποστολέας φορτίου 3. τεχνολ. μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση χύδην στερεών υλικών σε χώρους αποθήκευσης και επεξεργασίας ή σε οχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Η λ. μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek
φορτωτής — ο 1. εργάτης που έχει ως έργο του τη φόρτωση εμπορευμάτων. 2. ο ιδιοκτήτης του φορτίου εμπορευμάτων, αυτός που αποστέλλει εμπόρευμα με φορτωτική (βλ. λ.). 3. είδος οχήματος που χρησιμεύει στο φόρτωμα άλλων φορτηγών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάκριση — η (AM διάκρισις) [διακρίνω] διαστολή, διαχωρισμός, ξεχώρισμα νεοελλ. 1. διαφορά 2. επίγνωση, συναίσθηση 3. διακριτικότητα, ευπρέπεια 4. προτίμηση 5. αντίληψη διαφοράς 6. πληθ. διακρίσεις δυσμενής μεταχείριση κατηγοριών ανθρώπων για λόγους… … Dictionary of Greek
διεραμαντίτης — διεραμαντίτης, ο (Α) [διέραμα] φορτωτής σταριών που χρησιμοποιούσε το διέραμα … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek