-
1 φορτία
грузыгрузамиΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φορτία
-
2 αινεω
(impf. ᾔνεον, ᾔνουν - ион. αἴνεον; fut. αἰνήσω и αἰνέσω; aor. ᾔνεσα - эп. ᾔνησα, дор. αἴνησα, ион. αἴνεσα)1) говорить, высказывать(τι Aesch., Soph.)
2) хвалить, одобрять(τινα и τι Hom., Her., Plat.; ὑπό τινος αἰνεθείς Her.; ἐπ΄ ἔργμασι ἐσθλοῖς αἰνεῖσθαι Theocr.)
3) предлагать, предписывать, требоватьεἰ κ΄ αἰνήσωσι Διὸς θέμιστες Hom. — если таковы веления Зевса;
αἰνῶ δὲ πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ τάδε Aesch. — я приказываю это (тебе), и ты за это будешь в ответе4) давать согласие, обещать Eur.ἀ δ΄ ᾔνεσάς μοι Soph. — то, что ты обещал мне;
ἰόντα τινἀ αἰ. ἑκ δόμων Aesch. — разрешить кому-л. покинуть дом5) подчиняться, покоряться, послушно принимать(τι Pind.)
πράξας γὰρ ἐν σοὴ πανταχῆ τάδ΄ αἰνεσω Aesch. — всему, что ты ни сделаешь, я покоряюсь;θῆσσαν τράπεζαν αἰνέσαι Eur. — примириться с рабской пищей6) вежливо отклонятьνῆ΄ ὀλίγην αἰ., μεγάλῃ δ΄ ἐνὴ φορτία θέσθαι Hes. — отклонять с благодарностью маленькое судно и грузить свои грузы на большое
-
3 αμαυροω
1) затемнять, делать неясным(ἴχνη Xen.)
2) тж. перен. затмевать, помрачать(ἄστρα Anth.; τινα Plut.)
ὅ ἥλιος ἀμαυρώθη Her. — произошло затмение солнца;ἠμαυρωμένος τῇ δόξῃ Plut. — слава которого померкла;ἀμαυροῦσθαι ἐν τῷ μεγέθει τινός Luc. — стушеваться перед величием чего-л.3) удалять, ослаблять(δόξαν τινός Polyb., Plut.)
συναυξῆσαι καὴ πάλιν ἀμαυρῶσαί τι Polyb. — то раздуть, то вновь умалить что-л.;ἀμαυροῦσθαι τὸ ἀξίωμα Plut. — утрачивать свой авторитет4) уничтожать, губить(φορτία Hes.; ζωάν τινος Eur.)
χρόνος ἀμαυροῖ πάντα Soph. — время стирает все -
4 απαγινεω
-
5 αφαρπαζω
1) срывать, сдергивать(κόρυθα κρατός Hom.; ἄνθος Soph.; τὸν στέφανον Dem.; τέν χλαμύδα Plut.)
2) сдирать(φλοῖον τοῦ ξύλου Xen.)
3) хватать, похищать(τοὺς φθοῖς ἀπὸ τῆς τραπέζης Arph.; τὰ φορτία Plut.)
4) убирать прочь, уносить(οἰνηρὰ τεύχη Eur.)
-
6 δυσβαστακτος
-
7 εντιθημι
1) класть поверх, накладывать(χλαίνας Hom.)
2) вкладывать, давать(ὀξύην χειρί, sc. τινος Eur.)
3) вкладывать, просовывать(αὐχένα ζυγῷ Eur.; τράχηλον εἰς βρόχον Diod.)
ἐ. πόδα Arph. — обуться;4) возлагать(κόσμον τινὴ τάφῳ Eur.)
5) вставлять(τὸ δέλτα ἀντὴ τοῦ νῦ Plat.; τὰ ὀνόματα εἰς τὸν μέτρον Arst.; ἐντιθεμένου τοῦ κάππα Plut.)
6) вкладывать, вводить(λογισμὸν καί σκέψιν τῇ τέχνῃ Arph.; τόλμαν εἰς τέν μουσικήν Plat.)
7) влагать, вселять, внушать(φόβον τινί Xen.; ἀθυμίαν τινί Plat.; βελτίω τινὰ νοῦν καὴ φρένας Dem.)
8) класть в рот(ὀλίγον τινί Arph.; ψωμίσματα τοῖς βρέφεσιν Plut.)
ἐνθοῦ, ἔντραγε Arph. — возьми, съешь9) давать, придавать, снабжать(σῖτον καὴ ὕδωρ καὴ οἶνον Hom.; ὄμμα λαμπρὸν κόραις Eur.; ἥλιος ἐντίθησι τῇ σελήνῃ τὸ λαμπρόν Plut.)
10) med. ставить, устанавливать(ἱστία νηΐ Hom.)
11) med. полагатьἐ. τινά τινι τιμῇ Hom. — уравнивать кого-л. с кем-л. в славе
12) med. грузить, погружать(κτήματα Hom.; εἰς πλοῖόν τι Xen.; φορτία εἰς ναῦν Dem.; χρήματα καὴ θεράποντας εἰς τὰς ναῦς Plut.)
13) med. укладывать(τινὰ λεχέεσσι Hom.)
14) med. принимать, проникатьсяχόλον ἐ. θυμῷ Hom. — затаить злобу;
μῦθόν τινος ἐ. θυμῷ Hom. — глубоко проникнуться чьими-л. словами -
8 εξαιρεω
(fut. ἐξαιρήσω, aor. 2 ἐξεῖλον, pf. ἐξῄρηκα)1) вынимать, извлекать, удалять(τὸν λίθον, τέν νηδύν Her.; τὸ δέλτα τοῦ ὀνόματος Plat.; τοὺς ὀδόντας Arst.; ἔπος τινὰ ἐκ τῶν τοῦ Ἡσιόδου Plut.)
τὰ ἱερὰ ἐξῃρημένα Xen. — вынутые внутренности жертвенного животного2) вынимать, доставать(πέπλους ἔνθεν, med. ὀϊστὸν φαρέτρης Hom.; λέβητός τι Pind.)
3) выкапывать, добывать4) снимать, срывать(οἴακας νεώς Eur.)
5) med. убирать(τὰ μεγάλα ἱστία Xen.)
6) med. выгружать(τὰ φορτία Hes.; τὸν σῖτον Thuc., Dem.; τὰ ἀγώγιμα Xen.)
7) опорожнять(ὅ κέραμος ἐξαιρεόμενος Her.)
8) отнимать, похищать, увозить(Μήδειαν ἐκ Κόλχων δόμων Pind.; med.: τέκνα τινί Hom.; τὰ φίλτατα Soph.; ἄνδρα δραπετέν γενόμενον Her.)
ἐξελέσθαι τινὰ θυμόν Hom. — лишать кого-л. жизни9) med. оберегать, охранять, освобождать, спасать(τινὰ τῶν κινδύνων Dem.; τινὰ τοῦ πολέμου Polyb.; τοὺς ἀδικουμένους βίας Plut.)
ἐ. τινα εἰς ἐλευθερίαν Lys. — требовать чьего-л. освобождения10) тж. med. отнимать, устранять, рассеивать, прекращать(τινὸς φόβον Eur. и φόβους Isocr.; med. νεῖκός τινος Eur.)
ἁμαρτίας ἐξῃρημένης Plat. — с устранением ошибки;τὸ ἐπιθυμοῦν οὐκ ἐξῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους Thuc. — трудности не охладили их рвения;ἐξαιρεθεὴς ἀδικίαν Plat. — тот, в ком искоренена несправедливость11) улаживать(λόγοις τὰς διαφοράς Isocr.)
12) отвергать, опровергать(τὰς ἐμποδίους δόξας Plat.; med. τὸν ἐναντίον λόγον Arst.; ἐξελέσθαι τέν διαβολήν τινος Plat.)
13) отвергать, презирать(τὰ παλαιὰ θέσφατα Soph.)
14) устранять, исключатьμητέρας ἐξελόντες Her. — за исключением матерей;Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου Plat. — о Симмии я не говорю;τὸ μέσον τινὸς ἐξελεῖν Dem. — пропустить, обойти молчанием середину чего-л.15) выделять, обособлять(τὰς ἀντιμοιρίας, med. τέν οἰκίαν εἰς ἔκτισιν προικός Dem.)
16) изгонять, прогонять17) уничтожать, истреблять(θῆρας χθονός Eur.; σφῆκας Xen.)
18) разрушать, разорять, опустошать(οἰκίας καὴ πόλεις Plat.)
19) захватывать, завоевывать(πόλιν Thuc.; χωρίον Dem., Plut.)
πᾶν ἐξαιρεῖ λόγος Eur. — слово покоряет все20) med. выбирать21) выделять, отбирать, предназначать(Ἑκαμήδην Νέστορι Hom.)
ἐξελεῖν τινι τεμένεα Hes. — отвести кому-л. лучшие участки;med. — отбирать для себя, брать себе (μενοεικέα Hom.; τινα αὑτῷ κτῆμα Soph.):δῶρον ἐξελέσθαι τινός Soph. — получить от кого-л. дар22) культ. посвящать(κλήρους τοῖς θεοῖς Thuc.)
ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι Her. — посвященный Посидону -
9 καταγοραζω
-
10 κοτυλιζω
1) продавать по котилам, т.е. по мелочам(τὰ φορτία πεπρᾶσθαι Arst.)
2) раздавать по частице(τέν πόλιν τοῖς πένησιν Arph.)
-
11 μεταφέρω
(αόρ. μετέφερα, (ε)μετάφερα) μετ.1) транспортировать, перевозить; переносить (тж. перен.);μεταφέρω φορτία — транспортировать грузы;
μεταφέρω τη λέξη σε άλλη σειρά — переносить слово на другую строку;
η αφήγηση του μας μετέφερε σε άλλη εποχή его рассказ перенёс нас в другую эпоху;2) переводить (в другое место или на чьё-л. имя); 3) ирон. разносить, распространять (новости и т. п.); 4) переводить (на другой язык); 5) бухг, транспортировать; 6) муз. транспонировать
См. также в других словарях:
φορτία — φορτίον load neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφανή φορτία — Τα φορτία q στους οπλισμούς ενός πυκνωτή, που παραμένουν αμετάβλητα μετά την εισαγωγή ενός διηλεκτρικού ανάμεσα στους οπλισμούς. Η παρουσία του διηλεκτρικού προκαλεί ελάττωση του δυναμικού μεταξύ των οπλισμών, οπότε και της ηλεκτρικής ροής Ε·S (Ε … Dictionary of Greek
φορτί' — φορτία , φορτίον load neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
Κουλόμπ, Σαρλ Ογκιστέν ντε- — (Charles Augustin de Coulomb, Ανγκουλέμ 1736 – Παρίσι 1806). Γάλλος φυσικός. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, έγινε μηχανικός του στρατού και έφτασε μέχρι τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Τα τρία χρόνια που υπηρέτησε στο φρούριο Μπουρμπόν, στη… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… … Dictionary of Greek
ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… … Dictionary of Greek
ετερώνυμος — η, ο (ΑΜ ἑτερώνυμος, ον) αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά νεοελλ. 1. αυτός που δημοσιεύεται με ξένο όνομα 2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό 3. μαθημ. φρ.… … Dictionary of Greek