-
1 απαγωγη
ἥ1) отведение, увод(στρατεύματος Xen.)
2) похищение(γυναικῶν Luc.)
3) юр. тж. pl. задержание, предание суду(ἀ. πρὸς τοὺς Ἕνδεκα Dem.)
4) заявление о привлечении к судебной ответственности, судебная жалоба5) внесение, уплата, платеж(φόρου Her.)
6) приведение(εἰς τὸ ἀδύνατον Arst.; πρὸς τὸ χεῖρον Plut.)
7) лог. апагога (сведение какой-л. одной проблемы к другой)(εἰ ὀμοίως πιστὸν τὸ ΒΓ τοῦ ΑΓ, ἀ. ἐστιν Arst.)
-
2 αποδοσις
-
3 ατελεια
ион. ἀτελίη и ἀτεληΐη ἥ1) незаконченность, незавершенность(τελειότης μεγέθους καὴ ἀ. Arst.)
,2) свобода от повинностей Xen., Isocr., Polyb., Plut.ἀ. στρατηΐης καὴ φόρου Her. — освобождение от воинской повинности и податей;
ἐξ ἀτελείας Dem. — даром -
4 ταξις
- εως, ион. ιος ἥ1) воен. построение, расположение, боевые позиции, боевой порядок, строй(τῆς ἵππου καὴ τῶν ἀκοντιστῶν Thuc.; κατὰ τάξιν ναυμαχεῖν Her.)
2) воен. линия, рядἡ πρώτη τ. Lys. — первый ряд;
ἐπὴ τάξις πλεῦνας κεκοσμημένοι Her. — построенные многими рядами3) воинская часть, отряд, колонна(Xen.; σὺν ἑπτὰ τάξεσιν Soph.)
4) место в строю, пост5) должность, званиеοἰκέτου τάξιν ἔχειν Dem. — исполнять роль слуги;
ἐν ἐχθροῦ τάξει Dem. — будучи врагом;ἐν φθόνου τάξει ποιεῖν τι Dem. — делать что-л. из зависти6) (рас)порядок, устройство, организация(τοῦ ὅλου Xen.)
ἥ Λακωνικέ τ. Arst. — лаконская конституция;τ. τῆς ὑδρείας Plat. — порядок водоснабжения;αἱ τάξεις τοῦ φόρου Xen. — нормы податного обложения;εἰς τάξιν ἄγειν ἐκ τῆς ἀταξίας Plat. — из беспорядочного состояния перевести в упорядоченное;διὰ τάξεως и ἐν τάξει Plat. — в определенном порядке, регулярно;ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ NT. — в порядке очереди, согласно дневному расписанию;κατὰ τέν τάξιν τοῦ νόμου Plat. — в законном порядке;εὐσχημόνως καὴ κατὰ τάξιν NT. — благопристойно и чинно -
5 υποτελης
21) обязанный платитьὑ. φόρου Thuc., φόρων или φόροις Plut. — обязанный платить подати
2) платящий податиαἱ πόλεις ὑποτελεῖς Thuc. — города-данники
3) получающий мздуμισθοῦ ὑ. Luc. — платный, наемный
-
6 χωρις
Iadv.1) отдельно, порознь, врозь(δοῦναί τί τινι Hom.; κεῖσθαι Her.; οἰκεῖν Dem.)
χ. θέσθαι τι Thuc. — отложить в сторону, спрятать про запас что-л.;χ. γενόμενοι Xen. — разделившись на отдельные группы2) лично, по личному мнениюχ. αἰτιᾶσθαί τινα Soph. — обвинять кого-л. по личному впечатлению, т.е. не спросив его в чем дело;
εἰ δ΄ ἐμοὴ φίλος ὅδ΄ ἐστί, χ. τοῦτο κοὐ κοινὸν στρατῷ Eur. — если он мне дорог, то это чувство мое личное, а не (всего) войска;ἔστησαν δὲ τρόπαιον, ἰδίᾳ μὲν Λακεδαιμόνιοι χ. δ΄ Ἀθηναῖοι Plut. — они воздвигли трофей:— лакедемоняне - свой, а афиняне - свой3) кроме того, сверх тогоχ. δὲ χρυσίου ἀσήμου Thuc. — кроме того (имелось) золото в слитках
4) не считая, за исключениемχ. ἢ ὁκόσοι σφι ἱροὴ ἀποδεδέχαται Her. — (египтяне едят животных), за исключением тех, которые считаются у них священными
5) различно, иначеχ. ᾤμην εἶναι τὸ συνεῖναί τε ἀλλήλοις διαλεγομένους καὴ τὸ δημηγορεῖν Plat. — я считал, что беседовать друг с другом - одно, а говорить публично - другое;
χ. τὸ τ΄ εἶναι καὴ τὸ μή Eur. — быть и не быть - вещи разныеII1) без(Aesch. etc.; πόνου χ. οὐδὲν εὐτυχεῖ Soph.)
2) вдали от(ἀθανάτων Pind.; ἀνθρώπων στίβου Soph.)
ἐξαμεῖψαι χ. ὀμμάτων τινός Eur. — скрыться с чьих-л. глаз3) кроме, помимоχ. τοῦ φόρου ἥρπαζον τοῦτο ὅ τι ἔχοιεν ἕκαστοι Her. — помимо обложения данью, (скифы) грабили все, что каждый имел;
χ. τῆς δόξης Plat. — не говоря об (общественном) мнении4) по-иному, иначеχ. δήπου σοφία ἐστὴν ἀνδρείας Plat. — ведь мудрость не то, что мужество
-
7 επόπτης
ο, επόπτρια η1) надзиратель, -ница; надсмотрщи|к, -ца; 2) инспектор;του φόρου — налоговый инспектор
См. также в других словарях:
φοροῦ — φορέω repeated pres imperat mp 2nd sg (attic) φορέω repeated imperf ind mp 2nd sg (attic) φορός bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρου — φόρον forum neut gen sg φόρος that which is brought in by way of payment masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
πεντηκοστολόγος — ὁ, Α (στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας τού φόρου τής πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος τής αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη τού φόρου τής πεντηκοστής και την απογραφή τού εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο … Dictionary of Greek
υποτελής — ές / ὑποτελής, ές, ΝΜΑ 1. (για χώρα ή πόλη) αυτός που δεν έχει πλήρη και απόλυτη κυριαρχία αλλά εξαρτάται από άλλη, ισχυρότερη πολιτεία (α. «οι μεγάλες δυνάμεις και οι υποτελείς χώρες» β. «άντι συμμάχων ὑποτελεῑς και δοῡλοι γεγονότες», Πλούτ. γ.… … Dictionary of Greek
φορολογία — η, ΝΜΑ [φορολόγος] ο φόρος, το ποσό που καταβάλλεται ως φόρος (α. «αυξήθηκε η φορολογία τού εισοδήματος» β. «οὐκ ὀλίγην κατ ἔτος φορολογίαν τῷ ἱερωτάτῳ ταμείῳ εἰσφέρει», πάπ.) νεοελλ. 1. η επιβολή φόρου 2. φρ. α) «αναλογική φορολογία» (νομ. οικον … Dictionary of Greek
νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… … Dictionary of Greek
παρακράτηση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακρατώ, οικονομικό μέτρο το οποίο συνίσταται στην αποθήκευση ποσοστού τού παραγόμενου προϊόντος με σκοπό την ισορρόπηση τής προσφοράς και τής ζήτησης και την ανάσχεση τής υποτίμησης τής τιμής του ή… … Dictionary of Greek
συμβιβασμός — (Νομ.). Επίλυση διαφοράς ή αμφισβήτησης με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στο αστικό δίκαιο, θεωρείται σύμβαση με τη βοήθεια της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη διαλύουν τη μεταξύ τους διαφορά, που αφορά οποιαδήποτε έννομη σχέση, ή αίρουν την αβεβαιότητα… … Dictionary of Greek