-
1 φοράδην
φοράδην, adv., 1) getragen, auf einer Babre, τὸν νεόδμητον ἐν χεροῖν φοράδην πέμπει Eur. Rhes. 888; auf einem Sessel liegend, sitzend, von Kranken, ὑγιὴς ἐξελϑὼν φοράδην ἦλϑον οἴκαδε Dem. 54, 20; Plut. Popl. 16 u. a. Sp., wie Ach. Tat. 1, 13. – 2) dahingetragen, fortgerissen, in reißend schneller Bewegung, Soph. O. R. 1311 πᾷ μοι φϑογγὰ φοράδην; Eur. φοράδην δῶμα πελάζει Andr. 1167.
-
2 φοραδην
adv.1) неся(ἐν χεροῖν τινα Eur.)
2) на носилках(δῶμα πελάζειν Eur.; ἐλθεῖν οἴκαδε Dem.)
ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plut. — доставленный на носилках3) стремительно(διαπέτεσθαι Soph.)
-
3 φοράδην
φοράδηνborne along: indeclform (adverb) -
4 φοράδην
A borne along, borne or carried in a litter or the like , as a sick person, E.Andr. 1166 (anap.), Rh. 888 (anap.), IG42(1).122.27 (Epid., iv B. C.);φ. ἦλθον οἴκαδε D.54.20
; φ. ἀνακομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, D.C.56.45, Luc.DMort.14.5;ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plu.Cor.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοράδην
-
5 φοράδην
-
6 περι-φοράδην
περι-φοράδην, adv., heruntertragend, -schleppend, Hippocr.
-
7 φορηδον
adv. (= φοράδην См. φοραδην) неся на рукахφ. μετακομίζειν τινά Luc. — переносить кого-л.
-
8 φορηδόν
-
9 κλῑνίδιον
κλῑνίδιον, τό, dim. von κλίνη, Bettchen; Ar. Lys. 916 u. Sp.; auch = S än ste, ἐν κλινιδίῳ φοράδην κομισϑεὶς εἰς τὴν σύγκλητον Plut. Coriol. 24.
-
10 εκκομιζω
1) вывозить, увозить, уводить(τινὰ αὐτὸν καὴ χρήματα Her.; τινὰ δεῦρο Eur.; ἐς στρατόπεδον ἐκκομίζεσθαι Thuc.)
ἐκκομισθεὴς ἐκ τοῦ πόντου Plat. — вынырнув из моря;φοράδην τοῦ πολέμου ἐκκομίσασθαι Luc. — (о раненом) быть вынесенным из боя;ἐ. τινὰ ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος Her. — спасти кого-л. от предстоящих событий2) ( о покойнике) выносить, хоронить(ὑπὸ τῶν νεκροφόρων ἐκκομισθῆναι Polyb.; ὅ Ἀλκμήνης ἐκκομιζομένης νεκρός Plut.)
3) выносить до конца, претерпевать(τὸ πεπρωμένον Eur.)
-
11 φυράδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυράδην
-
12 περιφοράδην
περι-φοράδην, heruntertragend, -schleppend
См. также в других словарях:
φοράδην — borne along indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδην — ΜΑ, και δωρ. τ. φοράδαν Α επίρρ. (κυρίως για ασθενείς) με μεταφορά πάνω σε φορείο, σηκωτά αρχ. με ορμητικό τρόπο, ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
FERETRUM — a ferendo, Gr. φορεῖον, capulus erat, in quo defuncti cadaver, ad sepulturam efferrimos. Quod munus propinquioribus virilis sexus apud Romanos incum bebat, Serv. Itaqueve filii interdum parentes, et fratres sorores interdum elatas funere… … Hofmann J. Lexicon universale
υπερορμαίνω — Α κινούμαι με πολύ μεγάλη ορμή («Ζεὺς ὑπερορμαίνων φοράδην ὑπὲρ ἀστέρα πατρός», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὁρμαίνω «είμαι ορμητικός» (< ὁρμή)] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
φοράδαν — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. φοράδην … Dictionary of Greek
φορηδόν — Α επίρρ. σηκωτά, φοράδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. ηδόν* (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek