-
1 φοραδην
adv.1) неся(ἐν χεροῖν τινα Eur.)
2) на носилках(δῶμα πελάζειν Eur.; ἐλθεῖν οἴκαδε Dem.)
ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plut. — доставленный на носилках3) стремительно(διαπέτεσθαι Soph.)
1 φοραδην
(ἐν χεροῖν τινα Eur.)
(δῶμα πελάζειν Eur.; ἐλθεῖν οἴκαδε Dem.)
(διαπέτεσθαι Soph.)