Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φονευτής

См. также в других словарях:

  • φονευτής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονευτής — ό, και τ. θηλ. φονεύτρια, ΜΑ [φονεύω] φονιάς μσν. (το θηλ. με σημ. επιθ.) η φονική …   Dictionary of Greek

  • φονευταῖς — φονευτής masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονευταί — φονευτής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονευτοῦ — φονευτής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονευτῇ — φονευτής masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονευτήν — φονευτής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονευτῶν — φονευτής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονευτά — φονευτά̱ , φονευτής masc nom/voc/acc dual φονευτής masc voc sg φονευτής masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονευτάς — φονευτά̱ς , φονευτής masc acc pl φονευτά̱ς , φονευτής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθροφονευτής — λαθροφονευτής, ό, και λαθροφόνος, ον (Α) αυτός που δολοφονεί κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + φονευτής. Ο τ. λαθροφόνος < λάθρα + φόνος (πρβλ. δολο φόνος, θηρο φόνος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»