-
1 φονευταίς
-
2 φονευταῖς
См. также в других словарях:
φονευταῖς — φονευτής masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 φονευταίς
2 φονευταῖς
φονευταῖς — φονευτής masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)