-
1 φοιβάστρια
φοιβάστρια, ἡ, fem. von φοιβαστήρ, Wahrsagerinn, Prophetinn, Lycophr. 1468.
-
2 φοιβάστρια
φοιβάστριαprophetess: fem nom /voc sg -
3 φοιβάστρια
φοιβάστρια, ἡ, Wahrsagerin, Prophetin -
4 φοιβάστρια
φοιβ-άστρια, ἡ,A prophetess, Lyc.1468.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβάστρια
-
5 φοιβαστρίας
φοιβαστρίᾱς, φοιβάστριαprophetess: fem acc plφοιβαστρίᾱς, φοιβάστριαprophetess: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 μαντεύτρια
μαντ-εύτρια, ἡ,A gloss on φοιβάστρια, Sch.Lyc.1468.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαντεύτρια
См. также в других словарях:
φοιβάστρια — prophetess fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιβάστρια — ἡ, ΜΑ βλ. φοιβαστής … Dictionary of Greek
φοιβαστρίας — φοιβαστρίᾱς , φοιβάστρια prophetess fem acc pl φοιβαστρίᾱς , φοιβάστρια prophetess fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιβαστής — ὁ, θηλ. φοιβάστρια, ΜΑ [φοιβάζω] προφήτης, μάντης … Dictionary of Greek