-
121 κλονέω
κλον-έω, mostly in [tense] pres.: [tense] fut. - ήσω Ar.Eq. 361:—[voice] Pass. also mostly in [tense] pres.: [tense] fut.Aκλονήσομαι Hp.Genit.2
: [tense] aor. part.κλονηθέν Id.Nat. Puer.30
: ([etym.] κλόνος):—poet. Verb, used also in [dialect] Ion. and late Prose, as Ph. (v. infr.), Aq.Ge.45.24, al.: Hom. (only in Il.) drive tumultuously or in confusion,πρὸ ἕθεν κλονέοντα φάλαγγας Il.5.96
;ὥς τ' ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶϋ μέγ' οἰῶν θῆρε δύω κλονέωσι 15.324
; of winds,νέφεα κλονέοντε πάροιθεν 23.213
, cf. Hes.Op. 553;κλονέων ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει Il.20.492
;ὣς ἔφεπε κλονέων πεδίον 11.496
, cf. 526; Ἕκτορα δ' ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ' 22.188; χερὶ κλονέειν τινά, of a pugilist, Pi.I.8(7).70; ; dub. sens. in Sapph.Supp.19.3: generally, harass, agitate,καί νιν οὐ θάλπος θεοῦ.., οὐδὲ πνευμάτων οὐδὲν κλονεῖ S.Tr. 146
;τόνδε.. ἆται κ. Id.OC 1244
(lyr.), cf. Ar.Eq. 361;πάθη κ. τὴν ψυχήν Ph.1.589
; in physical sense,βῆχες κ. τὸν θώρηκα Aret.CA1.10
:—[voice] Pass., to be agitated, Hp. ll.cc., Morb.4.55.2 abs., of the winds, rage, D.P. 464.II [voice] Pass., rush wildly,ἵππους ἐχέμεν, μηδὲ κλονέεσθαι ὁμίλῳ Il. 4.302
; to be driven in confusion, , cf. 11.148, 14.59, etc.;λαίλαπι κλονεύμενοι Semon.1.15
; ;τὸ συμπόσιον ἐκλονεῖτο τῷ γέλωτι Luc.Asin.47
;κλονεῖσθαι τὴν γαστέρα Ael.NA2.44
.2 abs., to be beaten by the waves, (lyr.); παρὰ δ' ἰχθύες ἐκλονέοντο beside the fishes tumbled, Hes.Sc. 317; of bees, swarm,βομβηδὸν κ. A.R.2.133
: metaph.,κ. ἡ οἰκουμένη Ph.1.298
; to be shaken in credit, refuted,τὸ κεκλονημένον ῥῆμα Porph.Chr.35
. -
122 κοιμάω
Aκοίμησα Od. 12.372
:—[voice] Med., [tense] fut. - ήσομαι OGI383.43 (Commagene, i B.C.), D.H. 4.64, Luc.DDeor.4.4, etc.: [dialect] Ep. [tense] aor. κοιμήσατο, -αντο, Il.11.241, 1.476:—[voice] Pass., [tense] fut. - ηθήσομαι S.Fr.574.6, Luc.Asin.40, Alciphr.1.37.3, etc.: [tense] aor.ἐκοιμήθην Od.14.411
, al., E.Andr. 390, Pl.R. 571e, etc.: [tense] pf.κεκοίμημαι Aeschrio 8.2
, Luc.Gall.6:—lull, put to sleep,κοίμησον.. Ζηνὸς ὑπ' ὀφρύσιν ὄσσε φαεινώ Il.14.236
;ἦ με.. κοιμήσατε νηλέϊ ὕπνῳ Od.12.372
;βλέφαρα μὴ κοιμῶν ὕπνῳ A.Th.3
; put to bed,τὸν δ' αὐτοῦ κοίμησε Od.3.397
; of a hind,ἐν ξυλόχῳ.. νεβροὺς κοιμήσασα 4.336
.2 metaph., still, calm, ἀνέμους, κύματα, Il.12.281, Od.12.169; ;κύματος μένος Id.Eu. 832
;εὔφημον.. κοίμησον στόμα Id.Ag. 1247
; also, soothe, assuage,κοίμησον δ' ὀδύνας Il.16.524
; ᾧ (sc. φύλλῳ)κοιμῶ τόδ' ἕλκος S.Ph. 650
.II [voice] Med. and [voice] Pass., fall asleep, go to bed, Il.1.476, al., Hdt.1.9, etc.; of animals, lie down,κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Od.14.411
: c. acc. cogn., ποῖόν τινα ὕπνον ἐκοιμῶ; X.Hier.6.7; βαθὺν κοιμηθῆναι (sc. ὕπνον) Luc. DMar.2.3.2 metaph., ὅπως ἂν κοιμηθῇ [τὸ ἐπιθυμητικόν] Pl. l.c.3 of the sleep of death,κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον Il.11.241
;ἱερὸν ὕπνον κ. Call.Ep.11.2
: abs., fall asleep, die, S.El. 509 (lyr.), Aeschrio l.c.;ἐκοιμήθη μετὰ τῶν πατέρων LXX 3 Ki.2.10
, al., cf. PFay.22.28 (i A.D.), Ev.Matt.27.52, Ev.Jo.11.11, etc.; in epitaphs, IG14.1683, etc.; κ. τὸν αἰώνιον ὕπνον ib.929.4κοιμῶντο.. παρὰ μνηστῇς ἀλόχοισι Il.6.246
, cf. 250: hence, of sexual intercourse, lie with another, Od.8.295, Pi.I.8(7).23;οὔ τινι κοιμηθεῖσα Hes.Th. 213
;παρά τινι Hdt.3.68
; l.c.;μετά τινος Timocl.22.2
;ἀπὸ γυναικὸς ἀνὴρ τὰν νύκτα κοιμαθές Berl.Sitzb. 1927.157
([place name] Cyrene).6 of things, remain during the night, ; ἡ κιβωτὸς ἐκοιμήθη ἐκεῖ ib.Jo.6.10. -
123 παρακαλέω
II call in, send for, summon, Hdt.1.77, Ar.V. 215, etc.;σύμμαχον π. τινά Hdt.7.158
, cf. Th.1.119, Pl.Phd. 89c, etc.;π. ἑταίρους And.4.14
;π. τινὰ ἐς τὸν πόλεμον Hdt.7.205
, cf. D.18.24;π. τινὰ σύμβουλον X.An.1.6.5
;τινὰς εἰς συμβουλήν Pl.La. 186a
;συνήγορον Aeschin.2.184
; invoke the gods,τοὺς θεούς D.18.8
; περὶ τούτου τὸν θεόν (as medical adviser) IG42(1).126.31 (Epid., ii A. D.);τὸν Ἐνυάλιον X.HG2.4.17
;Διόνυσον εἰς τὴν τελετήν Pl.Lg. 666b
; [τοὺς θεοὺς] π. βοηθούς Arr.Epict.3.21.12
:—[voice] Pass., παρακαλούμενος καὶ ἄκλητος, ' vocatus atque non vocatus', Th.1.118;- κληθέντες ἐς ξυμμαχίαν Id.5.31
; παρακαλουμένη ἀμύνειν being called upon to ward off, Pl.Lg. 692e;- κληθεὶς γυμνασιαρχῆσαι OGI339.53
(Sestos, ii B. C.).2 summon one's friends to attend one in a trial,π. τοὺς φίλους Is.1.7
, etc.; π. τινάς call them as witnesses, Lys.14.28;π. πάντας ἀνθρώπους D.34.29
:—[voice] Med., dub. in Lycurg.28:—[voice] Pass., παρακεκλημένοι summoned to attend at a trial, Aeschin.1.173.b summon a defendant into court, in [voice] Pass., PTeb.297.5 (ii A. D.), Mitteis Chr.71.5 (v A. D.).3 invite, ; εἰς (v.l. ἐπὶ)θήραν X.Cyr.4.6.3
; ἐπὶ τὸ βῆμα π. invite him to mount the tribune, Aeschin.3.72.III exhort, encourage,τάξις τάξιν παρεκάλει A.Pers. 380
, cf. Plb.1.60.5;π. τινὰ εἰς μάχην E.Ph. 1254
;τινὰ ἐπὶ τὰ κάλλιστα ἔργα X.An.3.1.24
;π. τὴν νόησιν εἰς ἐπίσκεψιν Pl.R. 523b
;πρὸς τὸ μνημονεύειν Isoc.3.12
: c. inf., E.Cyc. 156, X.An.5.6.19, Decr. ap. D.18.185:—[voice] Pass., Isoc.2.14;παρακέκληται ἡ διάνοια Arist.EN 1175a7
.3 excite,τινὰ ἐς φόβον E.Or. 1583
; ; incite, π. καὶ παροξύνειν ἐπί .. Epicur.Nat.54 G.; of things, foment,φλόγα X.Cyr.7.5.23
.IV demand, require,ὁ θάλαμος σκεύη π. Id.Oec.9.3
:—[voice] Pass., τὰ παρακαλούμενα proposals, demands, Philipp. ap. D.18.166sq., Plb.4.29.3.V beseech, entreat, Id.4.82.8, PTeb.24.46 (ii B. C.), etc.; π. τινὰ ἵνα .. Aristeas 318, Ev.Marc.8.22, Arr.Epict.2.7.11, etc.; ὅπως .. Ev.Matt.8.34: but ἐρωτῶ καὶ π. for δέομαι is condemned by Hermog.Meth.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαλέω
-
124 περικλάω
A twist round, bend, [ τὴν φλόγα] Thphr.Ign.53 ;τοὺς ἀγκῶνας LXX 4 Ma.10.6
: but usu. break off, [ τὰς δρῦς] Ael.VH9.18 ; τῷ κράνει π. τὸ ξίφος break it round the helmet, Plu.Sull.14 :—[voice] Pass.,περικεκλασμέναι ῥάβδοι Thphr.HP4.6.10
;περικλασθήσονται κλῶνες LXX Wi.4.5
;κολοσσὸς -κλασθεὶς ἀπὸ τῶν γονάτων Str.14.25
; περικλώμενα τοῖς αὑτῶν βρίθεσι bent and broken by.., Plu.Sull.12 ; περικεκλασμένον σχῆμα bent and bowed down, Id.2.878c ; of persons,τοῖς σώμασι -κλώμενοι Arist.Phgn. 813a16
, cf. Theoc.21.48 ; but also, arched,θώραξ Gal.18(1).420
;περικλώμενος κλύδων J.AJ15.9.6
.2 in Optics, refract, Cleom.2.1 ([voice] Pass.).II wheel an army round to the right or left, ἐπὶ δόρυ orἐπ' ἀσπίδα Plb.11.12.4
, cf. 11.23.2 ; also π. τὸν Τίβεριν ἐπὶ τὸ Κίρκαιον divert it, Plu.Caes.58.2 [voice] Pass., of missiles, ricochet, Ph.Bel.79.19.III τόποι περικεκλασμένοι rough, broken ground, Plb.12.20.6 ; so λόφοι περικεκλ. Id.18.22.9 ; οἰκίαι περικεκλ. houses on such ground, Id.9.26A.7 ;περικεκλασμένας λόφοις ἐρημίας Onos.6.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικλάω
-
125 πορφύρω
πορφύρω [ῡ], poet. Verb, only [tense] pres. and [tense] impf., of the sea, ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ as when the huge seaA heaves, surges, swirls with dumb swell (i.e. with waves that do not break), Il.14.16, cf. Arat.158, Artem.2.23;ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει Arat.296
;διάνδιχα νηὸς ἰούσης δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον A.R.1.935
; of flame, [φλόγα] φονίῳ σβέσεν αἵματι πορφύρουσαν Id.4.668
:—later in [voice] Med., κἂν ἡ γαλήνη πορφύροιτο even in a gently heaving calm, Him.Or.31.2;εὔδια μὲν πόντος πορφύρεται AP10.14
(Agath.).2 metaph., πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε much was his heart troubled, Il.21.551, cf. Od.4.427, 572, 10.309; though others take it trans., his heart brooded, pondered on many things, as in Q.S.2.85, al., Epic. ap. Suid.: abs., ponder, A.R.3.456; π. οἷον.. ib. 1161.II after Hom., grow red, of a river, καὶ τὺ δὲ Κρᾶθι οἴνῳ πορφύροις may'st thou flush with wine, Theoc.5.125 (= βλύζοις Sch., i.e. signf. 1.1; prob. both senses are meant); ;αἰδοῖ π. παρήϊον Q.S.14.47
;πορφύρων βότρυς AP9.249
(Maec.); δαίδαλα πορφύρων, of the tiger's skin, Opp. C.3.347; of ringlets,ὑακίνθοις.. ὅμοια πορφύροντες Luc.Am.26
, cf. Him.Or.1.19; γῆ π. ἄνθεσι ib.13.7.2 trans., dye red,χεῖρας φόνῳ Nonn.D.44.106
:—[voice] Pass., [οἴνῳ] πορφύρετο πέτρη ib.45.308, etc. ( πορφῠρ-yw, redupl., cogn. with Lat.fervere, fermentum, OE. beorm 'barm, froth on fermenting malt liquors, yeast'; for the sequence of meanings cf. English flush (1) 'flow suddenly in great volume', (2) of blood, 'rush to the cheeks', (3) of the cheeks, etc., 'become red'; cf. πορφύρεος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφύρω
-
126 προσαιθρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαιθρίζω
-
127 σβέννυμι
σβέννῡμι, Hdt.2.66, Pl.Lg. 835e, etc.; [full] σβεννύω, Pi.P.1.5, Hp.Acut. 54, Thphr.Ign.19, etc.: [tense] impf.Aἐσβέννυον Paus.4.21.4
: [tense] fut. σβέσω App BC2.68, ([etym.] κατα-) A.Ag. 958, E.IT 633; [dialect] Ep. σβέσσω Orac. ap. Hdt. 8.77, Theoc.23.26: [tense] aor.ἔσβεσα Il.16.293
(tm.), S.Aj. 1057, Ar.Av. 778 (lyr.); [dialect] Ep. inf.σβέσσαι Il.16.621
; [dialect] Ion. inf.κατα-ς βῶσαι Herod. 5.39
: [tense] pf. and [tense] aor. 2, v. infr.:—[voice] Med., [tense] fut. σβήσομαι ([etym.] ἀπο-) Pl.Lg. 805c: [tense] aor.σβέσαντο Q.S.1.795
:—[voice] Pass., Hes.Op. 590: [tense] fut.σβεσθήσομαι Gal.7.17
: [tense] aor.ἐσβέσθην Hp.Acut.
(Sp.) 26, ([etym.] κατ-) X.HG5.3.8; [dialect] Ep.συν-έσβετο Opp.H.2.477
, etc.: [tense] pf.ἔσβεσμαι Longin.21.1
, Ael.NA9.54, etc., ([etym.] ἀπ-) Hp.Int.43:—besides these, [tense] aor. 2 and [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Act. are used intr.,ἔσβην Il.9.471
, ([etym.] ἀπ-) E.Fr. 971, ([etym.] κατ-) Hdt.4.5; imper. σβῆτε (trans.) Sophr. in Stud.Ital.10.123; part.ἀπο-σβείς Hp.Epid.4.31
: [tense] pf. ἔσβηκα ([etym.] ἀπ-) X.Cyr.8.8.13, ([etym.] κατ-) A.Ag. 888: [tense] plpf. ἐσβήκει ([etym.] ἀπ-) Pl.Smp. 218b:—quench, put out, used by Hom. in the literal sense only in compd. κατα-σβέννυμι (q.v.);σ. τὸ καιόμενον Hdt.2.66
;κεραυνόν Pi.P.1.6
;φλόγα Th.2.77
, A.R.4.668.3 generally and metaph., quench, quell, check,κεῖνός γ' οὐκ ἐθέλει σβέσσαι χόλον Il.9.678
;ἀνθρώπων σβέσσαι μένος 16.621
;ὕβριν Simon.
( 132) ap.Hdt.5.77, cf. Orac. ap. eund.8.77, Heraclit.43, Pl.Lg. 835e; ;ὡς φόνῳ σβέσῃ φόνον E.HF40
;ἔσβεσε κύματα νήνεμος αἴθρη Ar.Av. 778
;σ. αὔξην καὶ ἐπιρροήν Pl.Lg. 783b
; τὸν θυμόν ib. 888a; καῦμα (in the bowels) Hp.Acut.54;ὁ βορέας σ. τὴν θερμότητα Arist.Mete. 347b4
; λιθάργυρον ὄξει ἢ οἴνῳ ς. cooling it, Dsc.5.87; ὕδατι δίψαν ς. A.R.3.1349; σ. τυραννίδα Epigr. ap. Plu.Lyc.20;κλέος AP9.104
(Alph.); Ἑλλάδα φωνήν ib. 451; regard as extinguishable,ταύτας τὰς δυνάμεις Plot.6.4.10
.II [voice] Pass. σβέννυμαι (with intr. tenses of [voice] Act., v. supr.), to be quenched, go out, of fire,οὐδέ ποτ' ἔσβη πῦρ Il.9.471
; of inflamed pustules, go down, disappear, Hp.Acut. (Sp.) 26; ἰχθύων.. ᾠὰ μετὰ ἁλῶν σβεσθέντα (s.v.l.)καὶ ἐποπτηθέντα Diph.Siph.
ap. Ath.3.121c: metaph. of men, become extinct, die, AP 7.20 (Simon.?); of a city, ib.9.178 (Antiphil.).2 of liquids, run dry, ;πηγαί AP9.128
;αἷμα Plu.2.49d
; αἶγες σβεννύμεναι goats which are going off their milk, Hes.Op. 590.3 generally, to be quelled or lulled, of wind,οὐδέ ποτ' ἔσβη οὖρος Od.3.182
; of sound,σβέννυτο θωρήκων ἐνοπή Tryph.10
: metaph.,τὸ μάχιμον σβεννύμενον ὑπὸ γήρως Plu.Pomp.8
; ἐσβέσθη Νίκανδρος his charm is quenched, AP12.39; of an orator, D.H.Pomp. 4;ἐσβέσθη τὰ φίλτρα AP7.221
, cf. Philostr.VA1.33, Longin.21.1; of legal proceedings, to be cancelled,διὰ τὸ ἐσβέσθαι πᾶν σπέρμα δίκης PMonac.1.43
(vi A.D.). (I.-E. zg[uglide]es-, cf. ζείναμεν· σβέννυμεν, Hsch., Lith. gèsti 'to be extinguished'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σβέννυμι
-
128 σπείρω
Aσπείρεσκον Hdt.4.42
: [tense] fut.σπερῶ E.El.79
, Pl.Phdr. 276d; [dialect] Aeol. σπέρσω Sch.E.Hec. 202: [tense] aor. (lyr.), Hdt.7.107, Pl. Ti. 41c: [tense] pf.ἔσπαρκα Polyaen.2.1.1
, etc.:—[voice] Med., [tense] aor. inf.σπείρασθαι A.R.3.1028
; [tense] aor. 2 σπαρέσθαι dub. l. in Polyaen.8.26:—[voice] Pass., [tense] fut.σπᾰρήσομαι LXX Na.1.14
, ([etym.] δια-) D.S.17.69: [tense] aor. ἐσπάρην [ᾰ] S.OT 1498, Th.2.27: [tense] pf. , Ar.Ra. 1206, Pl.Lg. 693a, etc.:— sow,I sow seed, c. acc., [ κέγχρους] Hes.Sc. 399;σῖτον Hdt.4.17
; ; of Cadmus,σ. γηγενῆ στάχυν Id.Ba. 264
(so in [voice] Med.,σπείρασθαι ὀδόντας A.R.3.1028
): abs., sow, Hes.Op. 391; opp. θερίζω, Ar.Av. 710, etc.: metaph., θερ. καὶ σ. ταῖς γλώσσαις, of corrupt orators, ib. 1697 (lyr.);καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Pl.Phdr. 260d
; : prov., εἰς πέτρας τε καὶ λίθους ς. Pl.Lg. 838e; σ. κατὰ πετ ρῶν, i.e. εἰς πέλαγος (cf.σπέρμα 1.1
), Luc.Am. 20.2 engender, beget offspring (cf. 11.2), S.Aj. 1293, Tr.33, E. Ion 49, etc.; οἱ σπείραντες the parents, IG3.1339, cf. 14.1794 ([place name] Rome); ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα ς. Pl.Lg. 841d:—[voice] Pass., spring or be born,ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη S.OT 1498
, cf. E. Ion 554 (troch.), Pl.R. 460b; πρὸ τοῦ Ζήνωνα.. σπαρῆναι before Z. was begotten, Phld.Rh.2.110 S.3 scatter like seed, strew,χρυσὸν καὶ ἄργυρον Hdt.7.107
;σ. φλόγα Trag.Adesp.85
; of liquids, scatter or sprinkle,ἐκ τευχέων σ. δρόσον E.Andr. 167
; spread abroad, extend,σ. ἀγλαΐαν νάς ῳ Pi.N.1.13
; spread rumour,σ. ματαίαν βάξιν S.El. 642
; μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα do not speak of it indiscriminately, Id.Fr. 653:—[voice] Pass., to be scattered or dispersed, ἐσπαρμένος κατὰ.. πόλιν, of the ashes of Solon scattered over Salamis, Cratin.228; ; of persons,ἐσπάρησαν καθ' Ἑλλάδα Th.2.27
;ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγήν X.HG3.4.22
; κατὰ χώραν ib.6.2.17;ἔσπαρται λόγος E.Fr. 846
ap.Ar.Ra. 1206.II sow a field, ; γῆν, τέμενος, πεδιάδα, Hdt.4.42, 9.116, 122; ; ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος the arable part of Egypt, Hdt.2.77; ; : prov., πόντον σπείρειν, of lost labour, Thgn.106, 107: metaph.,καινοτάταις σ. διανοίαις Ar.V. 1044
;σ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Pl.Lg. 777e
;τοὺς ἐν γράμμασι κήπους Id.Phdr. 276d
.2 of procreation,ματρὸς.. σ. ἄρουραν A.Th. 754
;σ. τέκνων ἄλοκα E.Ph.18
;σ. λέχη Id. Ion64
; ἣν ἔσπειρε, i.e. his wife, Lib.Or. 37.9; v. supr. 1.2.
См. также в других словарях:
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
φλόγα — η 1. γλώσσα φωτιάς που ακτινοβολεί φως και θερμότητα: Τα ξύλα στο τζάκι βγάζουν φλόγα. 2. το κατακόκκινο χρώμα, η κοκκινάδα: Ντράπηκε και τα μάγουλά της πήραν φλόγα. 3. μτφ. (για ψυχικά φαινόμενα), έξαψη, θέρμη, ορμή, παραφορά: Η φλόγα του έρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλόγα — φλόξ flame fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλόγ' — φλόγα , φλόξ flame fem acc sg φλόγε , φλόξ flame fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
пламы — ПЛАМ|Ы (164), ЕНЕ с. 1.Пламя, огонь: ѡ||баче къ нѥмѹ не приближитес˫а да не пожьжеть вы пламень дьржѧ въ ѹстѣхъ. (φλόγα) ЖФСт к. XII, 134–135; пламень великъ зѣло. ѿ вьрьха цр҃квьнааго ишьдъ… прѣиде на дрѹгыи хълъмъ. ЖФП XII, 56а; ини же видѧхѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ασετιλίνη — Αέριο με χαρακτηριστικά δυσάρεστη οσμή, που παράγεται όταν στο κοινό ανθρακασβέστιο επιδράσει νερό. Η αντίδραση είναιπολύ ζωηρή ακόμα και στη συνηθισμένη θερμοκρασία. Η α. είναι εύφλεκτη και εκρηκτική και δίνει μια φλόγα πλούσια σε καπνό. Παρά τα … Dictionary of Greek
σ, συγκόλλησης — Συσκευή συγκόλλησης που αποτελείται από μεταλλικό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε ράμφος, που συνδέεται με δύο εύκαμπτους αγωγούς, οι οποίοι διατρέχονται ένας από οξυγόνο και ο άλλος από το καύσιμο που τροφοδοτεί τη φλόγα. Ανάλογα με το καύσιμο που … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek