-
81 раздувать
1. (притоком воздуха усилить горение) φυσώ, αυξάνω τη φλόγα με αύξηση της παροχής του αέρα 2. (увеличивать объём, надувать наполнять воздухом) φουσκώνω, εμφυσώ 3. (бюджет, счета и т.п.) διογκώνωπαραφουσκώνω4. (рассеивать что-л. лёгкое) (δια)σκορπίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздувать
-
82 резка
(действие) η κοπή, το κόψιμο, η τομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > резка
-
83 факел
1. (светильник на рукоятке) о πυρσόςη δάδα2. (пламени) η φλόγα 3. (в топке) о κώνοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > факел
-
84 фламбирование
ο καθαρισμός/η αποστείρωση με φλόγα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фламбирование
-
85 задор
задорм ἡ ζέση [-ις], ἡ φλόγα, ἡ ζωντάνια:с юношеским \задором ἡ νεανική ζωντάνια. -
86 пламя
пла́м||яс ἡ φλόγα, ἡ φωτιά:вспыхнуть \пламяенем ἀναφλέγομαι. -
87 пылкость
пылк||остьж ἡ ζέση, ἡ φλόγα, τό πάθος. -
88 флокс
флоксм ἡ φλόγα -
89 язык
языкм в разн. знач. ἡ γλώσσα; \язык колокола ἡ γλώσσα τής καμπάνας· \язык пламени ἡ φλόγα, ἡ γλώσσα τής φωτιΐϊς· обложенный \язык γλώσσα μέ ἐπίχρισμα· вареный (копченый) \язык ἡ βραστή (ή καπνιστή) γλώσσα· злой \язык ἡ κακιά γλώσσα· острый на \язык ἔχει τσουχτερή γλώσσα· ΗΗοετρέΗΗΐιΐΐ \язык ἡ ξένη γλώσσα· греческий \язык ἡ ἐλληνική γλώσσα· литературный \язык ἡ λογοτεχνική γλώσσα· разговорный \язык ἡ ὁμιλούμενη (γλώσσα)· живой (мертвый) \язык ἡ ζωντανή (ἡ νεκρή) γλώσσα· показать \язык а) (врачу) δείχνω τή γλώσσα, б) (из озорства) βγάζω τή γλώσσα μου· прикусить \язык прям., перен δαγκάνω τή γλώσσα μου· владеть \языко́м κατέχω μιά γλώσσα· знающий \языкй γλωσσομαθής· ◊ добыть \языка воен. πιάνω γλώσσα, πιάνω αἰχμάλωτο γιά πληροφορίες· высунув \язык μέ τή γλώσσα ἔξω· попридержи́ \язык! разг μάζεψε τή γλώσσα σου!· держать \язык за зубами δέν λέγω πολλά λόγια· тянуть за \язык кого́-л. ὑποχρεώνω κάποιον νά μιλήσει· развязать \язык кому-л. λύνω τή γλώσσα κάποιου· быть несдержанным на \язык δέν μετρώ τά λόγια μου· быть бойким на \язык πάει ἡ γλώσσα μόυ ροδάνι· злые \языки́ говорят οἱ κακές γλώσσες λενε· у него́ отнялся \язык κατάπιε τή γλώσσα του· у него́ \язык без костей εἶναι πολυλογάς· у него длинный \язык δέν κρατἄ τή γλῶσσα του· у него́ \язык хорошо подвешен ἔχει ἀκονισμένη τή γλώσσα του· у него что на уме, то и на \языке τα λεω ὅλα, δέν κρύβω τίποτε· у меня \язык чешется разг μέ τρώει ἡ γλώσσα μου· э́то слово сорвалось у меня с \языка μοῦ ξέφυγε· это слово вертится у меня на \языке τήν ἔχω τή λεξη στό στόμα μου καί δέν μπορώ νά τή βρώ· трепать \языко́м φλυαρώ· найти общий \язык с кем-л. Ερχομαι σέ συνεννόηση μέ κάποιον \язык до Киева доведет ρωτώντας πάει κανείς στήν Πόλη· \язык мой \язык враг мой λανθάνουσα ἡ γλώσσα λέει τήν ἀλήθεια. -
90 ουρανομήκης
ης, ες очень высокий, очень длинный, (доходящий) до неба; гигантский;ουρανομήκης φλόγα — гигантское пламя;
§ ουρανομήκης κραυγή — страшный вопль
-
91 φλόξ
-
92 flame
[fleim] 1. noun(the bright light of something burning: A small flame burned in the lamp.) φλόγα2. verb1) (to burn with flames: His eyes flamed with anger.) φλέγομαι,βγάζω φλόγες2) (to become very hot, red etc: Her cheeks flamed with embarrassment.) φλογίζομαι,κοκκινίζω•- flaming- flammable
- flame of the forest -
93 tongue
1) (the fleshy organ inside the mouth, used in tasting, swallowing, speaking etc: The doctor looked at her tongue.) γλώσσα (όργανο στοματικό)2) (the tongue of an animal used as food.) γλώσσα (ζώου)3) (something with the same shape as a tongue: a tongue of flame.) γλώσσα, φλόγα4) (a language: English is his mother-tongue / native tongue; a foreign tongue.) γλώσσα (που ομιλείται) -
94 огонь
[*][αγκόνΤ ουσ. α φωτιά, πυρ, φλόγα, φως -
95 пыл
[πύλ] ουσ. α ζέση, φλόγα -
96 пылкость
[πύλκαστ"] ουσ. θ. φλόγα, πάθος -
97 δέρκω
δέρκω ( δέρκεν: pf. δέδορκε(ν): med. δέρκομαι, -εται: aor. pass. pro med. δρακείς, -έντες, δρακεῖς(α))a look upon, see τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακείς, ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 3.λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος P. 3.85
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν N. 7.3
c. acc. cogn., παρθένος ἀπύει, πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων δρακεῖσ' ἀσφαλές with secure gaze P. 2.20 ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν my gaze is bright N. 7.66 fragg. ]φλόγα δέρκομ[ Δ. 4b. 9. ] οδέρκεν ἐπομοσς[ (cf. Hesych. δέρκειν· βλέπειν: v. Page, P. M. G. 918c. 1) Πα. 22i. 1.b intrans. pf., shine, appear met.τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94
τίν γε μέν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84
βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.41
-
98 φλόξ
1 fireαἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' φλογὸς οὔ O. 7.48
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός P. 4.225
τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65
φλόγα δερκομ[ Δ. 4. b. 9. ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 6. -
99 огонь
[*][αγκόνΤ ουσ α φωτιά, πυρ, φλόγα, φως -
100 пыл
[πύλ] ουσ α ζέση, φλόγα
См. также в других словарях:
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
φλόγα — η 1. γλώσσα φωτιάς που ακτινοβολεί φως και θερμότητα: Τα ξύλα στο τζάκι βγάζουν φλόγα. 2. το κατακόκκινο χρώμα, η κοκκινάδα: Ντράπηκε και τα μάγουλά της πήραν φλόγα. 3. μτφ. (για ψυχικά φαινόμενα), έξαψη, θέρμη, ορμή, παραφορά: Η φλόγα του έρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλόγα — φλόξ flame fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλόγ' — φλόγα , φλόξ flame fem acc sg φλόγε , φλόξ flame fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
пламы — ПЛАМ|Ы (164), ЕНЕ с. 1.Пламя, огонь: ѡ||баче къ нѥмѹ не приближитес˫а да не пожьжеть вы пламень дьржѧ въ ѹстѣхъ. (φλόγα) ЖФСт к. XII, 134–135; пламень великъ зѣло. ѿ вьрьха цр҃квьнааго ишьдъ… прѣиде на дрѹгыи хълъмъ. ЖФП XII, 56а; ини же видѧхѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ασετιλίνη — Αέριο με χαρακτηριστικά δυσάρεστη οσμή, που παράγεται όταν στο κοινό ανθρακασβέστιο επιδράσει νερό. Η αντίδραση είναιπολύ ζωηρή ακόμα και στη συνηθισμένη θερμοκρασία. Η α. είναι εύφλεκτη και εκρηκτική και δίνει μια φλόγα πλούσια σε καπνό. Παρά τα … Dictionary of Greek
σ, συγκόλλησης — Συσκευή συγκόλλησης που αποτελείται από μεταλλικό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε ράμφος, που συνδέεται με δύο εύκαμπτους αγωγούς, οι οποίοι διατρέχονται ένας από οξυγόνο και ο άλλος από το καύσιμο που τροφοδοτεί τη φλόγα. Ανάλογα με το καύσιμο που … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek