-
1 δέδορκε
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δέδορκε
-
2 δέδορκε
δέρκομαιsee clearly: perf imperat act 2nd sgδέρκομαιsee clearly: perf ind act 3rd sg -
3 δέδορκ'
δέδορκα, δέρκομαιsee clearly: perf ind act 1st sgδέδορκε, δέρκομαιsee clearly: perf imperat act 2nd sgδέδορκε, δέρκομαιsee clearly: perf ind act 3rd sg -
4 δέδορχ'
δέδορκα, δέρκομαιsee clearly: perf ind act 1st sgδέδορκε, δέρκομαιsee clearly: perf imperat act 2nd sgδέδορκε, δέρκομαιsee clearly: perf ind act 3rd sg -
5 δέρκω
δέρκω ( δέρκεν: pf. δέδορκε(ν): med. δέρκομαι, -εται: aor. pass. pro med. δρακείς, -έντες, δρακεῖς(α))a look upon, see τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακείς, ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 3.λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος P. 3.85
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν N. 7.3
c. acc. cogn., παρθένος ἀπύει, πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων δρακεῖσ' ἀσφαλές with secure gaze P. 2.20 ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν my gaze is bright N. 7.66 fragg. ]φλόγα δέρκομ[ Δ. 4b. 9. ] οδέρκεν ἐπομοσς[ (cf. Hesych. δέρκειν· βλέπειν: v. Page, P. M. G. 918c. 1) Πα. 22i. 1.b intrans. pf., shine, appear met.τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94
τίν γε μέν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84
βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.41
-
6 δέρκομαι
δέρκομαι, blicken; perf. mit Präsensbdtg δέδορκα, aor. ἔδρακον; pass. Formen ἐδράκην Pind. P. 2, 20 N. 7, 3 u. ἐδέρχϑην Aesch. Prom. 93. 140; Soph. Ai. 425; aor. med. ἐδέρξατο Euen. 9 ( Plan. 166); Homer öfters particip. praes., z. B. dual. δερκομένω Iliad. 23, 815; δέρκεσϑαι Iliad. 17, 675, δερκέσκετο Odyss. 5, 158, aorist. ἔδρακον Odyss. 10, 197, perfect. mit Präsensbdtg δέδορκεν Iliad. 22, 95, δεδορκώς Odyss. 19, 446. Grundbedeutung = leuchtende Blicke ausstrahlen; verwandt δράκων und δορκάς, beide vom leuchtenden Blicke der Augen benannt; Wurzel Δερκ-, Δαρκ-; Sanskrit dr (entst. aus dark) »sehen«, perfect. dadar a; Airs. torht »glänzend«, Althd. zoraht, Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 83. 91. 104. – 1) intrans., blicken, sehen; ἐμεῠ ζῶντος καὶ ἐπὶ χϑονὶ δερκομένοιο Iliad. 1, 88, so lange meine Augen offen stehen, vgl. Odyss. 16, 439; δεδορκώς »lebend« Aeschyl. Eum. 312; Soph. El. 66; σμερδαλέον δέρκεσϑαι, Iliad. 22, 95; δεινόν, furchtbar blicken, Il. 3, 342; Hes. Sc. 160; ὀξύτατον Il. 17, 675; φόνια Ar. Ran. 1332; ὄμματι λαμπρόν Pind. N. 7, 66; πῠρ ὀφϑαλμοῖσι δεδορκώς, Feuer aus den Augen sprühend, Od. 19, 446; vgl. Opp. C. 4, 164; λεόντων ὡς Ἄρη δεδορκότων Aesch. Spt. 53; – strahlen, leuchten, φέγγος, φάος δέδορκε, κλέος τηλόϑεν, Pind. N. 9, 41. 3, 80 Ol. 1, 94; – δεδορ-κὸς βλέπειν, scharf blicken, Chrysipp. bei Gell. 14, 4. – 2) transit., erblicken, sehen; Iliad. 13, 86 δερκομένοισιν Τρῶας, 14, 141 φόνον καὶ φύζαν Αχαιῶν δερκομένῳ; Odyss. 10, 197 καπ νὸν ἔδρακον ὀφϑαλμοῖσι; ταῠτα δερχϑέντες Soph. Ai. 425; ἔς τινα Hes. Sc. 169; Eur. Herc. fur. 951; ἐπί τινι Ep. ad. 8 (XII, 87); κτύπον δέδορκα, wahrnehmen, Aesch. Spt. 103. – Das praes. activ. δέρκω XLL.
-
7 δρόμος
a race δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος, Hieron's racehorse) O. 1.21τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων ἐν δρόμοις Πέλοπος, ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.94
χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον sc. Erginos O. 4.22 πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον sc. Xenophon O. 13.30Ἀλεξίδαμος ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον P. 9.121
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
b racecourseδωδεκάγναμπτον περὶ τέρμᾰ δρόμου ἵππων O. 3.33
Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ P. 1.32
χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δ' ρόμῳ N. 10.48
ἐν γναμπτοῖς δρόμοις I. 1.57
c turn of the race, roundπερὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν O. 6.75
ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δ(υ)ωδεκαδρομον, -δρόμων codd.: v. ποδαρκέω) P. 5.33d course met. — αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι (τὴν τῶν πληγῶν ὁρμήν τε καὶ σπουδὴν πληγῶν δρόμον φησίν, ἵνα λέγῃ τὸ παγκράτιον. Σ) I. 5.60 ὀρθῷ δρόμῳ fr 1a. 5. -
8 κλέος
κλέος (only nom., acc.)a fame of pers., things.λάμπει δέ οἱ κλέος O. 1.23
τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.93
ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52
μέγα τοι κλέος αἰεί O. 8.11
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101
ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.21
τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός O. 10.95
γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66
ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν P. 3.111
τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε P. 4.174
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος P. 5.73
φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.63
λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι N. 9.39
ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν I. 5.8
οὐδ' ἔστιν πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος I. 6.25
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.29
b in neutral sense,I = φάμα, report ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος at report of him (cf. Fraenkel on Agam. 487) P. 4.125II reputation θανὼν ὡς παισὶκλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.36
-
9 Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπιᾰς (-ιάς, -ιάδος, -ιάδι, -ιάδα; -ιάδων)a f. adj., at the Olympic games μία δ' ἐκπρεπὴς Διὸς Ὀλυμπιάς (sc. νίκα: Ὀλυμπίας codd., corr. Tricl.) P. 7.15b subs., Olympic festivalτὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94
Ὀλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης O. 2.3
ἐν Ὀλυμπιάδι O. 10.16
σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.58
λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17
σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος N. 6.63
εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65
c pl. pro subs., Olympian goddessesΣεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις P. 11.1
-
10 τηλόθε
τηλόθε, (ν)a adv., from afarτὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε O. 1.94
( αἰετός)ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν N. 3.81
b prep. c. gen., far fromἔστι δ' ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.12
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48
-
11 κέρδος
A gain, profit, Od.23.140, etc.; ἐνόησεν ὅππως κ. ἔῃ how some advantage can be gained, what is best to be done, Il.10.225;οὔ τοι τόδε κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Od.16.311
, etc.; ποιέεσθαί τι ἐν κέρδεϊ, c. inf., Hdt.2.121.δ', 6.13;κ. νομίσαι τι Th.7.68
; ὅτι .. Id.3.33;ἤν τι.. δάσωνται κ. ἡγεῖσθαι X.Cyr.4.2.43
;ἐκ πονηροῦ πράγματος κ. λαβεῖν Men.697
; μέγ' ἐστὶ κ., ἢν .. Id.Mon. 359; πρὸς τὸ κ. βλέπειν ib. 364; part.,πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ E.Med. 454
; κ. ἐστί μοι, c. inf., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν κ.; A.Pr. 747; τί κ. ἦν αὐτῷ διαβάλλειν ἐμέ; Lys.8.13, cf. Ar.Ec. 607, 610: pl., gains, profits,περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71
; τὰ δειλὰ (v.l. δεινὰ)κ. S.Ant. 326
;τὰ κ. μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Th.4.59
;τὰ πονηρὰ κ. Antiph.270
:— κ. (metaph.) opp. ζημία (damage), Arist.EN 1132a12, (lit.) opp. ζημἱα (damages), ib.14;ζημίαν λαβεῖν ἄμεινόν ἐστιν ἢ κ. κακόν S.Fr. 807
.2 desire of gain,κέρδει καὶ σοφία δέδεται Pi.P.3.54
;ἄνδρας τὸ κ. πολλάκις διώλεσεν S.Ant. 222
;εἰς τὸ κ. λῆμ' ἔχων ἀνειμένον E.Heracl.3
: pl.,κερδῶν ἄθικτος A.Eu. 704
; ;μὴ 'πὶ κέρδεσιν λέγων Id.Ant. 1061
, cf. E.Hec. 1207; of persons, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν ( = ἡμῶν τῶν σ.) you of whom we wise men make gain, Ar.Nu. 1202.II in pl., cunning arts, wiles,ὃς δέ κε κ. εἰδῇ Il.23.322
, cf. 709, al.; κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε παραφθάμενος ib. 515;φρένας ἐσθλὰς κέρδεά θ' Od.2.118
, cf. 88; ;ἐνὶ φρεσὶ κέρδε' ἐνώμας 18.216
; κακὰ κ. βουλεύουσιν 'they mean mischief', 23.217. (Cf. OIr. cerd 'art', 'craft', Welsh cerdd 'craft' or 'music'.) -
12 παραβλέπω
A look aside, take a side look, Ar.Ra. 411; π. θατέρῳ (sc. ὀφθαλμῷ) look suspiciously with one eye, Id.V. 497 (also, peep out of the corner of one's eye, Id.Ec. 498); opp. ἀτενίζω, Arist.Mete. 343b13; τῷ ὀφθαλμῷ π. καὶ δεινὸν δέδορκε looked askance, Nicostr. ap. Stob. 4.22.102.II overlook,τί τἀλλότριον.. κακὸν ὀξυδερκεῖς, τὸ δ' ἴδιον παραβλέπεις
;Com.Adesp.
359, cf. Plb.6.46.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβλέπω
-
13 ῥοπή
A turn of the scale, fall of the scale-pan, weight, Arist. Cael. 307b33; μέχρι τοῦ μέσου τὴν ῥ. ἔχειν gravitate to.., ib. 297a28; downward momentum,τῷ μείζονι βάρει καὶ ῥ. πλείων παρέπεται Ph. Bel.69.21
; ῥ. ποιεῖν make (counter-) weight, Thphr.CP5.4.7; ἁ γᾶ ἐρήρεισται ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥ. in equilibrium, Ti.Locr.97e; διαστρεφόντων τὴν ῥ. disturbing the balance, Plu.Cam.28.2 metaph., balancing, suspense, ἀ δ' (sc. ἀ πόλις)ἔχεται ῤόπας Alc.25
;ῥ. Δίκας A.Ch.61
(lyr.);ἐν οὖν ῥ. τοιᾷδε κειμένῳ S.Tr.82
; ποντοναῦται.. λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες staking distant ventures on nice balancings, Id.Fr. 555 ( = Philol.88.2); ῥ. βίου μοι the turning-point or sinking-point of life, i.e. death, Id.OC1508;ῥ. 'στιν ἡμῶν ὁ βίος ὥσπερ ὁ ζυγός Men.Mon. 465
.b turn of the scale, ποιεῖν ῥ. turn the scale, Arist.Pol. 1295b38;τοῦ πολέμου Isoc.12.50
;πολλάκις μικραὶ δυνάμεις μεγάλας τὰς ῥ. ἐποίησαν Id.4.139
; μεγάλην ἔσεσθαι τὴν ῥ., εἰ .. Id.14.33; , cf. Trag.Adesp.102: hence, decision, outcome,βλέπω δύο ῥ.· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ μ'.. ἢ.. E.Hel. 1090
; ἀσθενεῖς καὶ ἐπὶ ῥ. μιᾶς ὄντες at the mercy of a single weighing in the scales, Th.5.103.II weight placed in the scale-pan, Arist.Mech. 850a13; esp. small additional weight, make-weight, casting weight, IG22.1013.35, al.;ὡς ῥ. ἐκ πλαστίγγων LXX Wi.11.22
; ὡς ῥ. ζυγοῦ ἐλογίσθησαν 'as dust in the balance', ib.Is.40.15; οὐδ' ὅσον ῥ. Herod.7.33.2 metaph., σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥ. casting weight, S.OT 961;σῶμα νοσῶδες σμικρᾶς ῥ.. δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Pl.R. 556e
; δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥ. E.Hipp. 1163, cf. Plu.Art.30.b δεῖ ῥ. διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι τοὺς συγγραφέας give the casting weight to.., Plb. 16.14.6.c weight, decisive influence, ;μεγάλη γὰρ ῥ., μᾶλλον δὲ ὅλον, ἡ τύχη παρὰ πάντα τὰ πράγματα D.2.22
; ῥ. ἔχειν have influence, Id.11.8, cf. SIG761.5 (Delph., i B.C.);ἔχει τι βρῖθος καὶ ῥ. πρὸς τὸν βίον Arist.EN 1101a29
, cf. 1094a23, 1172a23;πλείστην παρέχεται ῥ. εἰς τὸ νικᾶν Plb.6.52.9
.III decisive moment, crisis (i.e. victory), καὶ τὸν Βαλαὰμ.. ἀπέκτειναν ἐν τῇ ῥ. LXX Jo.13.22: so generally, moment, πρὸς μίαν ῥ... διεφθάρη in one moment, ib.Wi.18.12; ὑστάτην βίου ῥ. αὑτοῖς ἐκείνην δόξαντες εἶναι ib.3 Ma.5.49;ἐν ῥοπῆς καιρῷ βραχεῖ AP11.289
(Pall.).IV discount deducted from a payment, PLond.3.780.4 (vi A.D.), POxy.143.3 (vi A.D.), etc.; perh. illicit commission, Cod. Just.4.59.1.1. -
14 Thread
subs.Ar. and V. κλωστήρ, ὁ, V. μίτος, ὁ, P. νῆμα, τό (Plat.).The long threads of raw flax: V. ὠμολίνου μακροὶ τόνοι (Æsch., frag.).Hang by a thread, met.: P. ἐπὶ ῥοπῆς εἶναι, V. ἐν ῥοπῇ κεῖσθαι, ἐπὶ ξυροῦ βεβηκέναι (perf. of βαίνειν) or βῆναι (aor. of βαίνειν).Yet his life hangs by a thread: V. δέδορκε μέντοι φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς (Eur., Hipp. 1163).Lose the thread: see Digress.I lose the thread: V. ἐκδρόμου πεσὼν τρέχω (Æsch., Ag. 1245).——————v. trans.String together: Ar. and P. συνείρειν.Pass, make one's way through: P. and V. διέρχεσθαι, διαπερᾶν.Thread the dance: V. ἑλίσσειν (absol.).Where bands of sea-maidens thread the dance with fair steps: V. ἔνθα Νηρῄδων χόροι κάλλιστον ἴχνος ἐξελίσσουσιν ποδός (Eur., Tro. 2).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Thread
См. также в других словарях:
δέδορκε — δέρκομαι see clearly perf imperat act 2nd sg δέρκομαι see clearly perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέδορκ' — δέδορκα , δέρκομαι see clearly perf ind act 1st sg δέδορκε , δέρκομαι see clearly perf imperat act 2nd sg δέδορκε , δέρκομαι see clearly perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέδορχ' — δέδορκα , δέρκομαι see clearly perf ind act 1st sg δέδορκε , δέρκομαι see clearly perf imperat act 2nd sg δέδορκε , δέρκομαι see clearly perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)