-
1 φλούδα
η1) кора (дерева); 2) кожура, скорлупа, шелуха (плодов) -
2 φλούδα
[флуда] ουσ. θ. кораΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φλούδα
-
3 φλούδα
[флуда] ουσ θ кора. (дерева), кожура, корка, скорлупа, шелуха. -
4 φλούδα
1) écorce2) peau -
5 φλούδα
1) kora (f) rzecz.2) łupina (f) rzecz.3) skórka (f) rzecz. -
6 φλούδα
1) kůra2) kůže3) slupka -
7 φλούδα
rindΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φλούδα
-
8 φλούδα (φρούτου )
кораГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > φλούδα (φρούτου )
-
9 корка
корка ж 1) η κόρα 2) (кожура) η φλούδα, το φλούδι* * *ж1) η κόρα2) ( кожура) η φλούδα, το φλούδι -
10 корка
-и θ.1. βλ. кори.2. κόρα (ψωμιού), κρούστα. || φλούδα•апельсиновая корка πορτοκαλόφλουδα.
3. ξερή φλούδα δέντρου• πέτσα.εκφρ.на все -и ругать (разносить – κ.τ.τ.) επιπλήττω δριμύτατα, λούζω πατόκορφα•на все -и – γερά, δυνατά•на обе -и – αλύπητα•от -и до -и – από την αρχή ως το τέλος. -
11 лупить
луплю, лупишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ. (απλ.)1. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, απολεπίζω•лупить кору с липы βγάζω τη φλούδα από τη φλαμουριά•
лупить лыко βγάζω τη φλούδα.
2. μτφ. παίρνω ακριβά, γδέρνω•лупить втридорога παίρνω πανάκριβα.
3. τρέχω γρήγορα, σπεύδω•-и за ним вдогонку τρέχα γρήγορα να τον φτάσεις.
4. δέρνω, χτυπώ.5. χρησιμοποιείται αντί άλλου ρήματος και προσδίδει σημασίες: γερά, δυνατά, έντονα κλπ. дождь не идёт, а как говориться -ит во всю ночь δε βρέχει, αλλά όπως λένε, ρίχνει με το ασκί (τουλούμι, τσουβάλι) ή ρίχνει καρεκλοπόδαρα όλη τη νύχτα.εκφρ.глаза – γουρλώνω τα μάτια.ξεφλουδίζομαι, απολεπίζομαι. || πέφτω, τρίβομαι. -
12 берёста
ο φλοιός/η φλούδα της σημύδας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > берёста
-
13 береста
ο φλοιός/η φλούδα της σημύδας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > береста
-
14 корка
1. (верхний отвердевший слой чего-л.) η κόρα, το φλόγωμα 2. (кожура) η φλούδα, ο φλοιός 3. (на ране) το κάρκαδο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корка
-
15 цедра
ο φλοιός/η φλούδα των εσπεριδοειδών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цедра
-
16 шафран
1. (растение рода крокус) κρόκος о ήμεροςτο σαφράνι2. (сорт яблони) είδος μηλιάς με κίτρινα μήλα και χνουδωτή φλούδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шафран
-
17 шелуха
с.-х. о φλοιός, η φλούδα, το φλούδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шелуха
-
18 кожа
кож||аж1. τό δέρμα / ἡ ἐπιδερμίδα [-ις] (тк. человека)·2. (выделанная) τό δέρμα, τό πετσί:чемодан из свиной \кожаи ἡ βαλίτσα ἀπό χοιρινό δέρμά3. (плода) τό φλούδι, ὁ φλοιός, ἡ φλούδα· ◊ лезть из \кожаи во́н τρώγω τά λυσσακά μου, βάζω ὀλα μου τά δυνατά· \кожа да ко́сти разг πετσί καί κόκκαλο· мороз по \кожае подирает разг ἀνατριχιάζω· гусиная \кожа τό ἀνατρίχιασμα. -
19 кожура
кожураж τό φλούδι, ἡ φλούδα, ὁ φλοιός / τό κρομμυδότσεφλο (лука). -
20 корка
корк||аж 1 ἡ κόρα, τό φλόγωμα:\корка хлеба ἡ κόρα τοῦ ψωμιοῦ· \корка льдз ἡ κροῦστα τοῦ πάγου, ὁ ἐπίπαγος·2. (кожура) ἡ φλούδα, ὁ φλοιός·3. (на ране) τό κάρκαδο[ν]· ◊ прочесть от \коркаи до \коркаи разг διαβάζω ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· ругать бранить на все \коркаи разг ψέλνω τόν ἀναβαλλόμενο σέ κάποιον.
См. также в других словарях:
φλούδα — φλούδα, η και φλοίδα, η το εξωτερικό προστατευτικό στρώμα των δέντρων (στον κορμό, τα κλαδιά και τις ρίζες τους) ή ορισμένων καρπών, το φλούδι, ο φλοιός: Η φλούδα της αχλαδιάς. – Η φλούδα του λεμονιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλούδα — και φλοίδα και φλύδα, η, Ν 1. (για φυτά και για καρπούς) φλοιός 2. σκληρό κέλυφος, τσόφλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλούδι κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
ξεφλουδίζω — και ξεφλουδώ, άω 1. αφαιρώ τη φλούδα, αποφλοιώνω 2. μέσ. ξεφλουδίζομαι α) αποβάλλω τη φλούδα μου, μού βγάζουν το περίβλημα β) υφίσταμαι αποφλοίωση ή απολέπιση («ξεφλουδίστηκα από τον ήλιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φλούδα] … Dictionary of Greek
αγγουρόφλουδα — η φλούδα αγγουριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + φλούδα] … Dictionary of Greek
αμυγδαλόφλουδα — και μυγδαλόφλουδα, η η εσωτερική φλούδα τού αμύγδαλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + φλούδα] … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
φτενόφλουδος — η, ο, Ν (για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτενός + φλούδα (πρβλ. λεπτό φλουδος)] … Dictionary of Greek
χοντρόφλουδος — η, ο, Ν αυτός που έχει χοντρή φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + φλουδος (< φλούδα), πρβλ. σκληρό φλουδος] … Dictionary of Greek
ψιλόφλουδος — η, ο, Ν (για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα, λεπτόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + φλουδος (< φλούδα)] … Dictionary of Greek
αγριοκαστανιά — Δέντρο της οικογένειας των ιπποκαστανιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στα ορεινά δάση κυρίως της δυτικής Ελλάδας, ύψους μέχρι 25 μ.Επιστημονική ονομασία της α. είναιαίσκουλος η ιπποκαστανέα. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o … Dictionary of Greek