Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φλούδα

См. также в других словарях:

  • φλούδα — φλούδα, η και φλοίδα, η το εξωτερικό προστατευτικό στρώμα των δέντρων (στον κορμό, τα κλαδιά και τις ρίζες τους) ή ορισμένων καρπών, το φλούδι, ο φλοιός: Η φλούδα της αχλαδιάς. – Η φλούδα του λεμονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλούδα — και φλοίδα και φλύδα, η, Ν 1. (για φυτά και για καρπούς) φλοιός 2. σκληρό κέλυφος, τσόφλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλούδι κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • ξεφλουδίζω — και ξεφλουδώ, άω 1. αφαιρώ τη φλούδα, αποφλοιώνω 2. μέσ. ξεφλουδίζομαι α) αποβάλλω τη φλούδα μου, μού βγάζουν το περίβλημα β) υφίσταμαι αποφλοίωση ή απολέπιση («ξεφλουδίστηκα από τον ήλιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φλούδα] …   Dictionary of Greek

  • αγγουρόφλουδα — η φλούδα αγγουριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + φλούδα] …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλόφλουδα — και μυγδαλόφλουδα, η η εσωτερική φλούδα τού αμύγδαλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + φλούδα] …   Dictionary of Greek

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

  • φτενόφλουδος — η, ο, Ν (για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτενός + φλούδα (πρβλ. λεπτό φλουδος)] …   Dictionary of Greek

  • χοντρόφλουδος — η, ο, Ν αυτός που έχει χοντρή φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + φλουδος (< φλούδα), πρβλ. σκληρό φλουδος] …   Dictionary of Greek

  • ψιλόφλουδος — η, ο, Ν (για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα, λεπτόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + φλουδος (< φλούδα)] …   Dictionary of Greek

  • αγριοκαστανιά — Δέντρο της οικογένειας των ιπποκαστανιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στα ορεινά δάση κυρίως της δυτικής Ελλάδας, ύψους μέχρι 25 μ.Επιστημονική ονομασία της α. είναιαίσκουλος η ιπποκαστανέα. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»