-
21 лыко
лыкос ὁ φλοιός, ἡ φλούδα. -
22 муидир
муиди́рм ἡ στολή:парадный \муидир ἡ ἐπίσημη στολή· ◊ картофель в \муидире разг ἡ ἀκαθάριστη πατάτα, ἡ πατάτα μέ τή φλοῦδα (της). -
23 скорлупа
скорлуп||аж τό κέλυφος, τό τσόφλι (яйца) τό καρυδότσεφλο (ореха):\скорлупа миндаля ἡ φλοῦδα τοῦ ἀμύγδαλου· очищать от \скорлупаы ἀποφλοιώ· ◊ уйти в свою \скорлупау́ κλείνομαι στό καβούκι μου. -
24 шелуха
шелухаж1. ἡ φλούδα, ὁ φλοιός, τό φλούδι·2. перен τό ἀχρηστο περικάλυ-μα. -
25 παχύς
-
26 φλοίδα
η, φλοίδι τό см. φλούδα -
27 φλοιός
-
28 φλούδι
το см. φλούδα -
29 husk
-
30 peel
[pi:l] 1. verb1) (to take off the skin or outer covering of (a fruit or vegetable): She peeled the potatoes.) ξεφλουδίζω2) (to take off or come off in small pieces: The paint is beginning to peel (off).) ξεφλουδίζω2. noun(the skin of certain fruits, especially oranges, lemons etc.) φλούδα- peeler- peelings -
31 pod
[pod](the long seed-case of the pea, bean etc.) περικάρπιο,φλούδα -
32 rind
(a thick, hard outer layer or covering, especially the outer surface of cheese or bacon, or the peel of fruit: bacon-rind; lemon-rind.) φλούδα -
33 skin
[skin] 1. noun1) (the natural outer covering of an animal or person: She couldn't stand the feel of wool against her skin; A snake can shed its skin.) δέρμα2) (a thin outer layer, as on a fruit: a banana-skin; onion-skins.) φλούδα3) (a (thin) film or layer that forms on a liquid: Boiled milk often has a skin on it.) πέτσα2. verb(to remove the skin from: He skinned and cooked the rabbit.) γδέρνω- skin flick
- skin-tight
- by the skin of one's teeth -
34 кожура
[καζουρά] ουσ. θ. φλούδι, φλούδα -
35 шелуха
[συλσυχά] ουσ. θ. φλούδα -
36 кожура
[καζουρά] ουσ θ φλούδι, φλούδα -
37 шелуха
[συλσυχά] ουσ θ φλούδα -
38 береста
и.береста, -ы θ.η φλούδα.της σημύδας, σημυδόφλουδα. -
39 берестовый
επ.από φλούδα σημύδας. -
40 драть
деру, дершь, παρλθ. χρ. драл, -ла, -ло, ρ.δ.μ.1. σχίζω, ξεσχίζω•драть бумагу ξεσχίζω το χαρτί.
|| τρυπώ, φθείρω από τη χρήση.2. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, γδέρνω, εκδέρω•драть лыко с дерева βγάζω τη φλούδα από το δέντρο.
|| εκριζώνω, ξεριζώνω, αποσπώ•драть зубы βγάζω τα δόντια.
3. κατασπαράζω, θανατώνω.4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω•драть розгами χτυπώ με τη βέργα.
|| τραβώ•.- уши τραβώ τ' αυτιά•драть волосы τραβώ τα μαλλιά•
драть за вихор τραβώ από τον τσαμπά.
5. Μτφ. παίρνω ακριβά, γδέρνω, ξυρίζω.6. ξύνω, παραξύνω,παρατρίβω, ξεφλουδίζω.7. τραβώ, προκαλώ πόνο•бритва -т το ξυράφι τραβάει.
8. ερεθίζω, καίω•горчичник -т спину ο συναπισμός καίει τη ράχη•
перец -т горло το πιπέρι καίει στο λαιμό.
|| μτφ. κάνω άσχημη εντύπωση, χτυπώ άσχημα•эта музыка -т уши αυτή η 'μουσική μου τρυπά τ' αυτιά.
9. (απλ.) φεύγω, το σκάζω, το βάζω στα πόδια•драть со всех сил φεύγω ολοταχώς.
εκφρ.драть горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κλπ.). драть зерно χοντραλέθω•драть нос – είμαι ψηλομύτης, ψηλοπερήφανος• κρατώ πόζα.1. μαλώνω, τσακώνομαι, καιβγαδίζω, διαπληκτίζομαι., αλληλοδέρνομαι. || χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα.2. μάχομαι, πολεμώ•драть до последнего патрона μάχομαι ως το τελευταίο φυσίγγι.
|| αγωνίζομαι• 'παλεύω•драть за перевыполнение плана αγωνίζομαι για την υπερεκπλήρωαη του πλάνου.
|| χτυπιέμαι, μάχομαι, αγωνίζομαι•драть на шпагах ξιφομαχώ.
См. также в других словарях:
φλούδα — φλούδα, η και φλοίδα, η το εξωτερικό προστατευτικό στρώμα των δέντρων (στον κορμό, τα κλαδιά και τις ρίζες τους) ή ορισμένων καρπών, το φλούδι, ο φλοιός: Η φλούδα της αχλαδιάς. – Η φλούδα του λεμονιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλούδα — και φλοίδα και φλύδα, η, Ν 1. (για φυτά και για καρπούς) φλοιός 2. σκληρό κέλυφος, τσόφλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλούδι κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
ξεφλουδίζω — και ξεφλουδώ, άω 1. αφαιρώ τη φλούδα, αποφλοιώνω 2. μέσ. ξεφλουδίζομαι α) αποβάλλω τη φλούδα μου, μού βγάζουν το περίβλημα β) υφίσταμαι αποφλοίωση ή απολέπιση («ξεφλουδίστηκα από τον ήλιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φλούδα] … Dictionary of Greek
αγγουρόφλουδα — η φλούδα αγγουριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + φλούδα] … Dictionary of Greek
αμυγδαλόφλουδα — και μυγδαλόφλουδα, η η εσωτερική φλούδα τού αμύγδαλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + φλούδα] … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
φτενόφλουδος — η, ο, Ν (για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτενός + φλούδα (πρβλ. λεπτό φλουδος)] … Dictionary of Greek
χοντρόφλουδος — η, ο, Ν αυτός που έχει χοντρή φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + φλουδος (< φλούδα), πρβλ. σκληρό φλουδος] … Dictionary of Greek
ψιλόφλουδος — η, ο, Ν (για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα, λεπτόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + φλουδος (< φλούδα)] … Dictionary of Greek
αγριοκαστανιά — Δέντρο της οικογένειας των ιπποκαστανιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στα ορεινά δάση κυρίως της δυτικής Ελλάδας, ύψους μέχρι 25 μ.Επιστημονική ονομασία της α. είναιαίσκουλος η ιπποκαστανέα. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o … Dictionary of Greek