Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φλούδα

  • 21 лыко

    лыко
    с ὁ φλοιός, ἡ φλούδα.

    Русско-новогреческий словарь > лыко

  • 22 муидир

    муиди́р
    м ἡ στολή:
    парадный \муидир ἡ ἐπίσημη στολή· ◊ картофель в \муидире разг ἡ ἀκαθάριστη πατάτα, ἡ πατάτα μέ τή φλοῦδα (της).

    Русско-новогреческий словарь > муидир

  • 23 скорлупа

    скорлуп||а
    ж τό κέλυφος, τό τσόφλι (яйца) τό καρυδότσεφλο (ореха):
    \скорлупа миндаля ἡ φλοῦδα τοῦ ἀμύγδαλου· очищать от \скорлупаы ἀποφλοιώ· ◊ уйти в свою \скорлупау́ κλείνομαι στό καβούκι μου.

    Русско-новогреческий словарь > скорлупа

  • 24 шелуха

    шелуха
    ж
    1. ἡ φλούδα, ὁ φλοιός, τό φλούδι·
    2. перен τό ἀχρηστο περικάλυ-μα.

    Русско-новогреческий словарь > шелуха

  • 25 παχύς

    (ε)ιά, ύ [εία, ύ ]
    1) толстый (не тонкий);

    παχειά φλούδα — толстая корка, шкурка;

    παχύ μουστάκι — пышные усы;

    παχύ εντερον анат. — толстая кишка;

    2) толстый, полный, жирный; откормленный;
    3) жирный (о еде); 4) густой (о жидкостях);

    § παχύ χώμα — жирная земля;

    παχαά λόγια — а) высокопарная речь или манера говорить; — б) голые обещания

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παχύς

  • 26 φλοίδα

    η, φλοίδι τό см. φλούδα

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φλοίδα

  • 27 φλοιός

    ο
    1) кора; 2) см. φλούδα;

    § ο φλοιός της γης — земная кора

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φλοιός

  • 28 φλούδι

    το см. φλούδα

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φλούδι

  • 29 husk

    1. noun
    (the dry thin covering of certain fruits and seeds: corn husk.) φλοιός, φλούδα
    2. verb
    (to remove the husk from (a fruit or seed).)

    English-Greek dictionary > husk

  • 30 peel

    [pi:l] 1. verb
    1) (to take off the skin or outer covering of (a fruit or vegetable): She peeled the potatoes.) ξεφλουδίζω
    2) (to take off or come off in small pieces: The paint is beginning to peel (off).) ξεφλουδίζω
    2. noun
    (the skin of certain fruits, especially oranges, lemons etc.) φλούδα
    - peelings

    English-Greek dictionary > peel

  • 31 pod

    [pod]
    (the long seed-case of the pea, bean etc.) περικάρπιο,φλούδα

    English-Greek dictionary > pod

  • 32 rind

    (a thick, hard outer layer or covering, especially the outer surface of cheese or bacon, or the peel of fruit: bacon-rind; lemon-rind.) φλούδα

    English-Greek dictionary > rind

  • 33 skin

    [skin] 1. noun
    1) (the natural outer covering of an animal or person: She couldn't stand the feel of wool against her skin; A snake can shed its skin.) δέρμα
    2) (a thin outer layer, as on a fruit: a banana-skin; onion-skins.) φλούδα
    3) (a (thin) film or layer that forms on a liquid: Boiled milk often has a skin on it.) πέτσα
    2. verb
    (to remove the skin from: He skinned and cooked the rabbit.) γδέρνω
    - skin flick
    - skin-tight
    - by the skin of one's teeth

    English-Greek dictionary > skin

  • 34 кожура

    [καζουρά] ουσ. θ. φλούδι, φλούδα

    Русско-греческий новый словарь > кожура

  • 35 шелуха

    [συλσυχά] ουσ. θ. φλούδα

    Русско-греческий новый словарь > шелуха

  • 36 кожура

    [καζουρά] ουσ θ φλούδι, φλούδα

    Русско-эллинский словарь > кожура

  • 37 шелуха

    [συλσυχά] ουσ θ φλούδα

    Русско-эллинский словарь > шелуха

  • 38 береста

    и.береста, -ы θ.
    η φλούδα.της σημύδας, σημυδόφλουδα.

    Большой русско-греческий словарь > береста

  • 39 берестовый

    επ.
    από φλούδα σημύδας.

    Большой русско-греческий словарь > берестовый

  • 40 драть

    деру, дершь, παρλθ. χρ. драл, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. σχίζω, ξεσχίζω•

    драть бумагу ξεσχίζω το χαρτί.

    || τρυπώ, φθείρω από τη χρήση.
    2. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω, γδέρνω, εκδέρω•

    драть лыко с дерева βγάζω τη φλούδα από το δέντρο.

    || εκριζώνω, ξεριζώνω, αποσπώ•

    драть зубы βγάζω τα δόντια.

    3. κατασπαράζω, θανατώνω.
    4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω•

    драть розгами χτυπώ με τη βέργα.

    || τραβώ•.- уши τραβώ τ' αυτιά•

    драть волосы τραβώ τα μαλλιά•

    драть за вихор τραβώ από τον τσαμπά.

    5. Μτφ. παίρνω ακριβά, γδέρνω, ξυρίζω.
    6. ξύνω, παραξύνω,παρατρίβω, ξεφλουδίζω.
    7. τραβώ, προκαλώ πόνο•

    бритва -т το ξυράφι τραβάει.

    8. ερεθίζω, καίω•

    горчичник -т спину ο συναπισμός καίει τη ράχη•

    перец -т горло το πιπέρι καίει στο λαιμό.

    || μτφ. κάνω άσχημη εντύπωση, χτυπώ άσχημα•

    эта музыка -т уши αυτή η 'μουσική μου τρυπά τ' αυτιά.

    9. (απλ.) φεύγω, το σκάζω, το βάζω στα πόδια•

    драть со всех сил φεύγω ολοταχώς.

    εκφρ.
    драть горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κλπ.). драть зерно χοντραλέθω•
    драть нос – είμαι ψηλομύτης, ψηλοπερήφανος• κρατώ πόζα.
    1. μαλώνω, τσακώνομαι, καιβγαδίζω, διαπληκτίζομαι., αλληλοδέρνομαι. || χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα.
    2. μάχομαι, πολεμώ•

    драть до последнего патрона μάχομαι ως το τελευταίο φυσίγγι.

    || αγωνίζομαι• 'παλεύω•

    драть за перевыполнение плана αγωνίζομαι για την υπερεκπλήρωαη του πλάνου.

    || χτυπιέμαι, μάχομαι, αγωνίζομαι•

    драть на шпагах ξιφομαχώ.

    Большой русско-греческий словарь > драть

См. также в других словарях:

  • φλούδα — φλούδα, η και φλοίδα, η το εξωτερικό προστατευτικό στρώμα των δέντρων (στον κορμό, τα κλαδιά και τις ρίζες τους) ή ορισμένων καρπών, το φλούδι, ο φλοιός: Η φλούδα της αχλαδιάς. – Η φλούδα του λεμονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλούδα — και φλοίδα και φλύδα, η, Ν 1. (για φυτά και για καρπούς) φλοιός 2. σκληρό κέλυφος, τσόφλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλούδι κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • ξεφλουδίζω — και ξεφλουδώ, άω 1. αφαιρώ τη φλούδα, αποφλοιώνω 2. μέσ. ξεφλουδίζομαι α) αποβάλλω τη φλούδα μου, μού βγάζουν το περίβλημα β) υφίσταμαι αποφλοίωση ή απολέπιση («ξεφλουδίστηκα από τον ήλιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φλούδα] …   Dictionary of Greek

  • αγγουρόφλουδα — η φλούδα αγγουριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + φλούδα] …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλόφλουδα — και μυγδαλόφλουδα, η η εσωτερική φλούδα τού αμύγδαλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + φλούδα] …   Dictionary of Greek

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

  • φτενόφλουδος — η, ο, Ν (για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτενός + φλούδα (πρβλ. λεπτό φλουδος)] …   Dictionary of Greek

  • χοντρόφλουδος — η, ο, Ν αυτός που έχει χοντρή φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + φλουδος (< φλούδα), πρβλ. σκληρό φλουδος] …   Dictionary of Greek

  • ψιλόφλουδος — η, ο, Ν (για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα, λεπτόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + φλουδος (< φλούδα)] …   Dictionary of Greek

  • αγριοκαστανιά — Δέντρο της οικογένειας των ιπποκαστανιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στα ορεινά δάση κυρίως της δυτικής Ελλάδας, ύψους μέχρι 25 μ.Επιστημονική ονομασία της α. είναιαίσκουλος η ιπποκαστανέα. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»