-
1 φλογερός
-
2 φλογερος
-
3 φλογερός
φλογερόςblazing: masc nom sg -
4 φλογερός
φλογερός, brennend, leuchtend, feuerrot -
5 φλογερός
η, ό [ά, ον]1) пылающий, горящий; 2) знойный; 3) перен. пламенный, пылкий, горячий -
6 φλογερός
[флогерос] επ горящий, пылающий, жгучий. (о солнце), (μεταφ) пламенный. -
7 φλογερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογερός
-
8 φλογερός
ardent -
9 φλογερός
1) gorliwy przym.2) ognisty przym.3) żarliwy przym. -
10 φλογερός
1) hořící2) planoucí3) vášnivý4) vznětlivý5) zanícený6) žhavý7) žhoucí -
11 φλογερός
1) ardent2) fieryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φλογερός
-
12 φλογερά
φλογερόςblazing: neut nom /voc /acc plφλογερά̱, φλογερόςblazing: fem nom /voc /acc dualφλογερά̱, φλογερόςblazing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
13 φλογερώτερον
φλογερόςblazing: adverbial compφλογερόςblazing: masc acc comp sgφλογερόςblazing: neut nom /voc /acc comp sg -
14 φλογερόν
φλογερόςblazing: masc acc sgφλογερόςblazing: neut nom /voc /acc sg -
15 φλογεραί
φλογερόςblazing: fem nom /voc pl -
16 φλογεροί
φλογερόςblazing: masc nom /voc pl -
17 φλογερούς
φλογερόςblazing: masc acc pl -
18 φλογερήν
φλογερόςblazing: fem acc sg (epic ionic) -
19 φλογερών
-
20 φλογερῶν
См. также в других словарях:
φλογερός — blazing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογερός — ή, ό / φλογερός, ά, όν, ΝΑ 1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη… … Dictionary of Greek
φλογερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βγάζει φλόγες, φλογοβόλος, ο ζεστός, αυτός που καίει. 2. μτφ. (για συναισθήματα), έντονος, παράφορος, υπερζωηρός, θυελλώδης: Φλογερός έρωτας. 3. πολύ συναισθηματικός, υπερευαίσθητος, θερμότατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλογερά — φλογερός blazing neut nom/voc/acc pl φλογερά̱ , φλογερός blazing fem nom/voc/acc dual φλογερά̱ , φλογερός blazing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογερώτερον — φλογερός blazing adverbial comp φλογερός blazing masc acc comp sg φλογερός blazing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογερῶν — φλογερός blazing fem gen pl φλογερός blazing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογερόν — φλογερός blazing masc acc sg φλογερός blazing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τσώνης, Δαμιανός — Φλογερός ρασοφόρος και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Κουτουλίστια, τα σημερινά Κρυονέρια της Ναυπακτίας, προερχόταν από το γένος των Τσουνοπολαίων και το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτριος. Στα παιδικά χρόνια είχε ασκήσει το πατρογονικό… … Dictionary of Greek
φλογεραί — φλογερός blazing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογεροῖο — φλογερός blazing masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογεροῖς — φλογερός blazing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)