Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φλογερός

  • 1 hořící

    φλογερός

    Česká-řecký slovník > hořící

  • 2 planoucí

    φλογερός

    Česká-řecký slovník > planoucí

  • 3 vášnivý

    φλογερός

    Česká-řecký slovník > vášnivý

  • 4 zanícený

    φλογερός

    Česká-řecký slovník > zanícený

  • 5 žhavý

    φλογερός

    Česká-řecký slovník > žhavý

  • 6 žhoucí

    φλογερός

    Česká-řecký slovník > žhoucí

  • 7 ardent

    φλογερός

    English-Greek new dictionary > ardent

  • 8 ognisty

    φλογερός

    Słownik polsko-grecki > ognisty

  • 9 żarliwy

    φλογερός

    Słownik polsko-grecki > żarliwy

  • 10 пламенный

    пламенный
    прил φλογερός, ἐνθερμος, διάπυρος:
    \пламенный патриот ὁ φλογερός πατριώτης· \пламенный привет ὁ φλογερός χαιρετισμός.

    Русско-новогреческий словарь > пламенный

  • 11 пылкий

    пылк||ий
    прил φλογερός, διακαής, παράφορος:
    \пылкийая речь ὁ φλογερός λόγος· \пылкийое желание ἡ διακαής ἐπιθυμία, ὁ φλογερός πόθος.

    Русско-новогреческий словарь > пылкий

  • 12 горячий

    горячий 1) ζεστός, θερμός καυτός \горячийая вода το ζεστό νερό \горячий источник η θερμο πηγή 2) перен. φλογερός \горячий приём η θερμή υποδοχή
    * * *
    1) ζεστός, θερμός; καυτός

    горя́чая вода́ — το ζεστό νερό

    горя́чий исто́чник — η θερμοπηγή

    2) перен. φλογερός

    горя́чий приём — η θερμή υποδοχή

    Русско-греческий словарь > горячий

  • 13 страстный

    страстный 1) (о человеке) θερμός 2) (о чувстве) φλογερός
    * * *
    1) ( о человеке) θερμός
    2) ( о чувстве) φλογερός

    Русско-греческий словарь > страстный

  • 14 страстный

    стра́стн||ый
    прил
    1. (о человеке) θερμός/ μανιώδης (сильно увлекающийся чем-л.):
    \страстныйый музыкант (театра́л) ὁ μανιώδης μουσικός (θεατρόφιλος)
    2. (о желании и т. п.) φλογερός, σφοδρός:
    \страстныйая любовь ὁ φλογερός Ερωτας, ἡ σφοδρή ἀγάπη.

    Русско-новогреческий словарь > страстный

  • 15 пламенный

    επ., βρ: -менен, -менна, -менно.
    1. παλ. φλογώδης φλογοβόλος.
    2. μτφ. φλογερός, έντονος• ένθερμος, διακαής γεμάτος πάθος, ενθουσιασμό, έξαρση•

    -ое усердие ένθερμος ζήλος•

    пламенный патриот φλογερός πατριώτης•

    пламенный взгляд φλογερό βλέμμα•

    -ое желание διακαής πόθος•

    -ые стихи φλογεροί στίχοι.

    3. μτφ. θερμός, καυτερός, καυτός.
    4. κόκκινος, ερυθρός κοκκινοπορτοκαλής•

    пламенный закат κόκκινο ηλιοβασίλεμα.

    εκφρ.
    - ая печь – κάμινος φλογοβόλα θολωτή.

    Большой русско-греческий словарь > пламенный

  • 16 пылкий

    επ., βρ: -лок, -лка, -лко.
    1. εύφλεκτος, ευφλόγιστος,. που καίγεται εύκολα, γρήγορα•

    -ие дрова καυσόξυλα που καίγονται εύκολα.

    || μεγάλος•

    пылкий огонь μεγάλη φωτιά.

    2. μτφ. διακαής, θερμός, διάπυρος, ένθερμος, φλογερός: ζωηρός•

    пылкий юноша φλογερός νέος•

    -ое воображение ζωηρή (εξημμένη) φαντασία.

    Большой русско-греческий словарь > пылкий

  • 17 горячий

    горяч||ий
    прил
    1. ζεστός, θερμός/ κοφτός, καυτερός (очень горячий):
    \горячий источник ἡ θερμή πηγή· \горячийее солнце ὁ καυτερός ήλιος·
    2. перен φλογερός, διακαής, διάπυρος, θερμός, ἐνθερμος (пламенный)! σφοδρός, περιπαθής (пылкий)! εὐέξαπτος, ἀψύς, θερμόαιμος (легко возбуждающийся):
    \горячий привет θερμός χαιρετισμός· · отклик ἡ ζωηρή ἀπήχηση· \горячийая голова разг ὁ θερμόαιμος· \горячийее желание ὁ διακαής πόθος· \горячий прием ἡ θερμή ὑποδοχἤ \горячий спор ἡ ζωηρή συζήτηση· \горячийая лошадь τό ἀτίθασο ἄλογο (άτι)· ◊ \горячийее время, \горячийая пора ἐποχή φούριας· по \горячийим следам πάνω στά νωπά Ιχνη· под ·\горячийую ру́ку πάνω στό θυμό, πάνω στήν ἔξαψη.

    Русско-новогреческий словарь > горячий

  • 18 жаркий

    жа́рк||ий
    прил
    1. θερμός, ζεστός, καυτερός:
    \жаркийое солнце ὁ καυτερός ήλιος· \жаркий день ἡ ζεστή μέρα· \жаркий климат ιό ζεστό κλίμα· \жаркийие страны οἱ θερμές χώρες· \жаркий по́яс геогр. ἡ διακεκαυμένη ζώνη·
    2. перен φλογερός, Ενθερμος:
    \жаркий поцелуй τό φλογερό φιλί· \жаркий бой ἡ πεισματώδης μάχη· \жаркий спор ἡ θυελλώδης συζήτηση.

    Русско-новогреческий словарь > жаркий

  • 19 жгучий

    жгу́ч||ий
    прил
    1. (горячий) καυτερός, καυστικός:
    \жгучийие лучи солнца οἱ καυτερές ἀκτίνες τοῦ ήλίου·
    2. перен φλογερός, τσουχτερός, καυτερός, δριμύς, ὁξύς:
    \жгучий мороз τό τσουχτερό κρύο· \жгучий взгляд τό φλογερό βλεμμα· \жгучийая боль ὁ δριμύς πόνος· \жгучийие слезы τά μαύρα δάκρυα· \жгучий стыд ντροπή πού καίει· ◊ \жгучий брюнет πολύ με-λαχροινός, μελαψός.

    Русско-новогреческий словарь > жгучий

  • 20 задорный

    задорный
    прил φλογερός, προκλητικός/ καυγατζίδικος (вызывающий).

    Русско-новогреческий словарь > задорный

См. также в других словарях:

  • φλογερός — blazing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογερός — ή, ό / φλογερός, ά, όν, ΝΑ 1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη… …   Dictionary of Greek

  • φλογερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βγάζει φλόγες, φλογοβόλος, ο ζεστός, αυτός που καίει. 2. μτφ. (για συναισθήματα), έντονος, παράφορος, υπερζωηρός, θυελλώδης: Φλογερός έρωτας. 3. πολύ συναισθηματικός, υπερευαίσθητος, θερμότατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλογερά — φλογερός blazing neut nom/voc/acc pl φλογερά̱ , φλογερός blazing fem nom/voc/acc dual φλογερά̱ , φλογερός blazing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογερώτερον — φλογερός blazing adverbial comp φλογερός blazing masc acc comp sg φλογερός blazing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογερῶν — φλογερός blazing fem gen pl φλογερός blazing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογερόν — φλογερός blazing masc acc sg φλογερός blazing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τσώνης, Δαμιανός — Φλογερός ρασοφόρος και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Κουτουλίστια, τα σημερινά Κρυονέρια της Ναυπακτίας, προερχόταν από το γένος των Τσουνοπολαίων και το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτριος. Στα παιδικά χρόνια είχε ασκήσει το πατρογονικό… …   Dictionary of Greek

  • φλογεραί — φλογερός blazing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογεροῖο — φλογερός blazing masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογεροῖς — φλογερός blazing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»