Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φλεγυρός

См. также в других словарях:

  • φλεγυρός — ά, όν, Α 1. φλογερός 2. μτφ. α) θερμός, ενθουσιώδης β) πιθ. περίφημος, ονομαστός 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑβριστικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγυ τού θ. βλ. λ. φλέγω) + επίθημα ρός (πρβλ. ψυχ ρός)] …   Dictionary of Greek

  • φλεγυρά — φλεγυρός burning neut nom/voc/acc pl φλεγυρά̱ , φλεγυρός burning fem nom/voc/acc dual φλεγυρά̱ , φλεγυρός burning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγυρόν — φλεγυρός burning masc acc sg φλεγυρός burning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγυροῦ — φλεγυρός burning masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… …   Dictionary of Greek

  • γλαμυρός — γλαμυρός, ά, όν (Α) τσιμπλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος διαλεκτικός τ. τού γλάμων* σε υρός (πρβλ. γλαφυρός, λιγυρός, φλεγυρός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»