-
1 φλεγυρος
-
2 φλεγυρός
φλεγυρός, 1) brennend, flammend, begeistert; φλεγυρὸν μένος πυρός Ar. Ach. 665; Cratin. bei Ath. VIII, 344 f. – 2) hell, leuchtend, dah. übertr., berühmt od. berüchtigt, Sp.
-
3 φλεγυρός
A burning, inflamed, Hp. ap. Gal.19.152.2 = ὑβριστικός, Hsch.;ψῆφος Cratin.57
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλεγυρός
-
4 φλεγυρός
-
5 φλεγυρά
φλεγυρόςburning: neut nom /voc /acc plφλεγυρά̱, φλεγυρόςburning: fem nom /voc /acc dualφλεγυρά̱, φλεγυρόςburning: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
6 φλεγυρόν
φλεγυρόςburning: masc acc sgφλεγυρόςburning: neut nom /voc /acc sg -
7 φλεγυρού
-
8 φλεγυροῦ
-
9 γλάμων
γλάμων, - ωνοςGrammatical information: adj.Meaning: `blear-eyed' (Com.)Other forms: Same meaning γλαμυρός (Hp.). From γλάμος μύξα H. after - υρός ( φλεγυρός, Chantr. 231). Denomin. γλαμάω (Poll.) = λημιάω (which LSJ does not give), γλάμυξος = γλαμυρός with γλαμυξιάω (EM), for γλα[μο]-μυξος? - γλημώδης = γλαμυρός (Gal.) after λημώδης?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. Very doubtful is the comparison with Lith. glẽmės, gléimės pl. `slime' (not here Eng. clammy `be sticky'); and Alb. ngĺomë `humid, fresh' (Pok. 361). The word may be Pre-Greek. - From Greek Lat. glamae = gramiae `viscous humour that collects in the corners of the eyes'.Page in Frisk: 1,309-310Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γλάμων
См. также в других словарях:
φλεγυρός — ά, όν, Α 1. φλογερός 2. μτφ. α) θερμός, ενθουσιώδης β) πιθ. περίφημος, ονομαστός 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑβριστικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγυ τού θ. βλ. λ. φλέγω) + επίθημα ρός (πρβλ. ψυχ ρός)] … Dictionary of Greek
φλεγυρά — φλεγυρός burning neut nom/voc/acc pl φλεγυρά̱ , φλεγυρός burning fem nom/voc/acc dual φλεγυρά̱ , φλεγυρός burning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγυρόν — φλεγυρός burning masc acc sg φλεγυρός burning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγυροῦ — φλεγυρός burning masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… … Dictionary of Greek
γλαμυρός — γλαμυρός, ά, όν (Α) τσιμπλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος διαλεκτικός τ. τού γλάμων* σε υρός (πρβλ. γλαφυρός, λιγυρός, φλεγυρός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek