-
1 φλαττόθρατ
φλαττόθρατ and [full] φλαττοθραττοφλαττόθρατ, Com. words in Ar. Ra. 1296, 1286; meant to parody an empty high-flown style—'sound and fury signifying nothing'.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλαττόθρατ
См. также в других словарях:
φλαττόθρατ — και φλαττοθραττοφλαττόθρατ Α κωμική λέξη, χωρίς σημασία, για την γελοιοποίηση τού πομπώδους τραγικού ύφους … Dictionary of Greek