-
1 φλαττοθραττοφλαττοθρατ...
φλαττοθραττοφλαττόθρατ...φλαττόθρατ, φλαττοθραττοφλαττόθρατinterj. трататата, трахтарарах (шутл. звукоподражание высокопарным, но бессмысленным словам) Arph. -
2 φλαττοθρατ
φλαττόθρατ, φλαττοθραττοφλαττόθρατinterj. трататата, трахтарарах (шутл. звукоподражание высокопарным, но бессмысленным словам) Arph.
См. также в других словарях:
φλαττόθρατ — και φλαττοθραττοφλαττόθρατ Α κωμική λέξη, χωρίς σημασία, για την γελοιοποίηση τού πομπώδους τραγικού ύφους … Dictionary of Greek