Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φιλ-έταιρος

См. также в других словарях:

  • μισέταιρος — μισέταιρος, ον (Α) αυτός που αισθάνεται μίσος, έχθρα για τους συντρόφους, τους φίλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἑταῖρος «φίλος, σύντροφος» (πρβλ. φιλ έταιρος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυέταιρος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς εταίρους, πολλούς φίλους, πολλούς συντρόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἑταῖρος (πρβλ. φιλ έταιρος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλέταιρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Περγάμου (3ος αι. π.Χ.). Ίδρυσε το βασίλειο της Περγάμου, που στα χρόνια των Ατταλίδων γνώρισε μεγάλη ακμή. Ενώ ήταν διοικητής του φρουρίου της Περγάμου, υπό τις διαταγές του Λυσιμάχου, του βασιλιά της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»