-
1 φιλομαστος
См. также в других словарях:
μεγαλόμαστος — η, ο (Μ μαγαλόμασθος, ον) αυτός που έχει μεγάλους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μαστός (πρβλ. φιλό μαστος). Ο τ. μεγαλόμασθος (με σθ αντί στ) κατά το φαινόμενο τού υπεραστισμού] … Dictionary of Greek