Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φιλόμαστος

См. также в других словарях:

  • φιλόμαστος — ον, Α (για τα νεογνά ζώων) αυτός που αγαπά τους μαστούς, που τού αρέσει ο θηλασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μαστός (πρβλ. γυναικό μαστος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόμαστον — φιλόμαστος loving the breast masc/fem acc sg φιλόμαστος loving the breast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομάστοις — φιλόμαστος loving the breast masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»