-
1 φιλοπαις
-
2 φιλόπαις
φιλόπαιςloving boys: masc /fem nom sg -
3 φιλόπαις
(-αιδος) ο, η тот, кто любит детей -
4 φιλόπαις
A loving boys, Pl.R. 474d, Theoc.12.29, Phld. Acad.Ind.p.48 M.;φ. χέλυς
singing the love of boys,Simon.
183.6;φ. νόσος Call.Epigr.47.6
.2 loving one's children, Aristaenet.1.13, IG12(5).292.7 ([place name] Paros), Jul.Ep. 89b;χελιδών AP10.16
(Theaet.).3 φ. νόμοι laws which favour children, Luc.Abd.18, 19.II = πράσιον, Plin.HN20.241, Ps.-Dsc.3.105.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόπαις
-
5 φιλόπαις
-
6 φιλόπαιδα
φιλόπαιςloving boys: masc /fem acc sg -
7 φιλόπαιδας
φιλόπαιςloving boys: masc /fem acc pl -
8 φιλόπαιδες
φιλόπαιςloving boys: masc /fem nom /voc pl -
9 φιλόπαιδι
φιλόπαιςloving boys: masc /fem dat sg -
10 φιλόπαιδος
φιλόπαιςloving boys: masc /fem gen sg -
11 φιλόπαισι
φιλόπαιςloving boys: masc /fem dat pl -
12 ἐκ-μανής
ἐκ-μανής, ές, sehr rasend, wüthend; Poll. 5, 74; πρὸς τὰ ἀφροδίσια, ganz rasend auf, Ath. X, 437 e. – Adv., ἐκμανῶς φιλόπαις ἦν Ath. XIII, 603 a; πίνειν X, 464 d.
-
13 ευφιλοπαις
(λέοντος ἶνις Aesch.)
См. также в других словарях:
φιλόπαις — loving boys masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαις — αιδος, ο, η, ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά του 2. (γενικά) αυτός που αγαπά τα παιδιά αρχ. 1. (για άνδρα) παιδεραστής («ποτέρους ἀμείνονας ἡ γῇ, τοὺς φιλόπαιδας ἤ τοὺς γυναίοις ἀσμενίζοντας», Λουκιαν.) 2. (για… … Dictionary of Greek
φιλόπαιδα — φιλόπαις loving boys masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαιδας — φιλόπαις loving boys masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαιδες — φιλόπαις loving boys masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαιδι — φιλόπαις loving boys masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαιδος — φιλόπαις loving boys masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαισι — φιλόπαις loving boys masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
ՄԱՆԿԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0205 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c ա. φιλόπαις, φιλότεκνος filiorum amans. Սիրօղ զմանկունս իւր, զաւակասէր, որդեսէր. *Մայր առաքինի, մանկասէր՝ միանգամայն եւ աստուածասէր: Երեւի արդեօք յայնժամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)