-
1 παιδεραστικος
-
2 παιδεραστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδεραστικός
-
3 παιδεραστικός
παιδ-εραστικός, ή, όν, die Knabenliebe betreffend -
4 παιδεραστικά
παιδεραστικόςof: neut nom /voc /acc plπαιδεραστικά̱, παιδεραστικόςof: fem nom /voc /acc dualπαιδεραστικά̱, παιδεραστικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 παιδεραστικόν
παιδεραστικόςof: masc acc sgπαιδεραστικόςof: neut nom /voc /acc sg -
6 φιλοπαις
См. также в других словарях:
παιδεραστικός — ή, ὁ (Α παιδεραστικός, ή, όν) [παιδεραστής] ο σχετικός με την παιδεραστία … Dictionary of Greek
παιδεραστικά — παιδεραστικός of neut nom/voc/acc pl παιδεραστικά̱ , παιδεραστικός of fem nom/voc/acc dual παιδεραστικά̱ , παιδεραστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδεραστικόν — παιδεραστικός of masc acc sg παιδεραστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)