Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φιλό-σπουδος

См. также в других словарях:

  • κενόσπουδος — η, ο (Α κενόσπουδος, ον) αυτός που ασχολείται με κενά, μάταια, μηδαμινά πράγματα, ματαιόσπουδος, ματαιόσχολος, αεροκόπος αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ κενόσπουδα τα αντικείμενα απλής περιέργειας. επίρρ... κενοσπούδως (Α) με κενή, μάταιη… …   Dictionary of Greek

  • ματαιόσπουδος — η, ο αυτός που ασχολείται σοβαρά με πράγματα ανάξια λόγου, αεροκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + σπουδός (< σπουδή), πρβλ. κενό σπουδος, φιλό σπουδος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»