-
1 φιλοσπουδος
2любящий серьезность, усердныйμή πω τοῦτο φ. Anth. — не будь столь усерден, т.е. не слишком торопись
См. также в других словарях:
κενόσπουδος — η, ο (Α κενόσπουδος, ον) αυτός που ασχολείται με κενά, μάταια, μηδαμινά πράγματα, ματαιόσπουδος, ματαιόσχολος, αεροκόπος αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ κενόσπουδα τα αντικείμενα απλής περιέργειας. επίρρ... κενοσπούδως (Α) με κενή, μάταιη… … Dictionary of Greek
ματαιόσπουδος — η, ο αυτός που ασχολείται σοβαρά με πράγματα ανάξια λόγου, αεροκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + σπουδός (< σπουδή), πρβλ. κενό σπουδος, φιλό σπουδος] … Dictionary of Greek