-
1 φιλό-λογος
φιλό-λογος, eigtl. das Reden liebend, gern, viel redend, redselig, geschwätzig, Plut., Ath. II, 39 b u. einzeln bei Sp. – Gew. Gelehrsamkeit u. Literatur liebend, über gelehrte, literarische Gegenstände sprechend u. schreibend. – Bei Plat. Einer, der gern über wissenschaftliche Gegenstände sich unterhält, Phaedr. 236 e Theaet. 161 a u. Rep. IX, 582 e, mit φιλόσοφος vrbdn; Ggstz μισόλογος, Lach. 188 c; vgl. Lob. Phryn. p. 393. Uebh. der sich mit einem Gegenstande wissenschaftlich u. gründlich beschäftigt, dah. auch wiß- u. lernbegierig, bei Plut. mit φιλομαϑής vrbdn; bes. der alte Sprachen und Geschichte, u. übh. alte Wissenschaft u. Kunst studirt; in diesem Sinne nannte sich Eratosthenes zuerst φιλόλογος, der als Sprach- u. Geschichtsforscher, als Kritiker u. Mathematiker berühmt war; bei den Römern hieß so Ateius Capito, nach Sueton., quia multiplici et varia doctrina censebatur. So spricht Plut. non posse 13 von φιλόλογα ζητήματα κριτικῶν u. öfter, wie a. Sp. Bei Stob. Floril. 70, 17 steht φιλόλογος dem ἀπαίδευτος gegenüber. – Gegen die Accentuation φιλολόγος, welche im E. M. p. 406, 10 gebilligt zu werden scheint, u. welche Andere, wie Göttling wenigstens in der letzten Bdtg festhalten, spricht Arcad. p. 89; vgl. Lob. Phryn. p. 393. Das Wort ist nicht von λέγω, sondern von λόγος abgeleitet, u. φιλολόγος würde bedeuten » φίλος sagend«.
-
2 ἀ-φιλό-λογος
ἀ-φιλό-λογος, ohne Liebe zu den Wissenschaften, Plut. Symp. 5 prooem.
-
3 φιλόλογος
φιλό-λογος, eigtl. das Reden liebend, gern, viel redend, redselig, geschwätzig. Gew. Gelehrsamkeit u. Literatur liebend, über gelehrte, literarische Gegenstände sprechend u. schreibend; einer, der gern über wissenschaftliche Gegenstände sich unterhält. Übh. der sich mit einem Gegenstande wissenschaftlich u. gründlich beschäftigt, dah. auch wiß- u. lernbegierig; bes. der alte Sprachen und Geschichte, u. übh. alte Wissenschaft u. Kunst studiert; in diesem Sinne nannte sich Eratosthenes zuerst φιλόλογος, der als Sprach- u. Geschichtsforscher, als Kritiker u. Mathematiker berühmt war; bei den Römern hieß so Ateius Capito, nach Sueton., quia multiplici et varia doctrina censebatur -
4 ἀφιλόλογος
См. также в других словарях:
θυννολογώ — θυννολογῶ, έω (Μ) συζητώ για τόν(ν)ους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + λογώ (< λόγος < λέγω), πρβλ. φιλο λογώ (< φιλό λογος), χαριτο λογώ (< χαριτο λόγος)] … Dictionary of Greek
ημερολόγος — ἡμερολόγος, ὁ (Μ) μέσο μέτρησης τών ημερών, ημερολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + λογος (< λόγος), πρβλ. γλωσσο λόγος, φιλό λογος] … Dictionary of Greek
θεατρολόγος — ο, η ο ειδικά ασχολούμενος με τη θεατρολογία, με τη μελέτη και την έρευνα τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + λογος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γλωσσο λόγος, φιλό λογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Αθανάσιο Σ. Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek
καλόλογος — καλόλογος, ον (Μ) ευπροσήγορος, ευμενής, πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλός) + λογος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αξιόλογος, γλυκό λογος, φιλό λογος] … Dictionary of Greek
πολύλογος — η, ο, ΝΜΑ 1. πολυλογάς, φλύαρος 2. αυτός που λέγεται με πολλά λόγια. επίρρ... πολυλόγως Α με πολλά λόγια, με πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λογος* (< λέγω), πρβλ. ομό λογος, φιλό λογος] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek