-
1 φιλο-
-
2 Κάλλιο ένα φίλο, παρά χίλια γρόσια
Κάλλιο φίλους πολλούς, παρά θησαυρούς πολλούς– Κάλλιο ένα φίλο, παρά χίλια γρόσια• Не имей сто рублей, а имей сто друзейИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο ένα φίλο, παρά χίλια γρόσια
-
3 Λογαριάσου με τον φίλο σου για να τον έχεις πάντα
– Λογαριάσου με τον φίλο σου για να τον έχεις πάντα– Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια• Дружба дружбой, а денежки врозь• Дружба дружбой, а табачок врозьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λογαριάσου με τον φίλο σου για να τον έχεις πάντα
-
4 Όποιος βρήκε φίλο αληθινό, βρήκε μεγάλο θησαυρό
• Верный друг лучше сотни слуг• Не имей сто рублей, а имей сто друзейИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος βρήκε φίλο αληθινό, βρήκε μεγάλο θησαυρό
-
5 Αγάπα τον φίλο σου με το ζακόνι πω' χει
• Кто ищет друга без изъяна, останется без другаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αγάπα τον φίλο σου με το ζακόνι πω' χει
-
6 Μπορεί κανείς να ζήσει χωρίς αδελφό, αλλ' όχι χωρίς φίλο
• Друзья прямые – что братья родные• Не мил и свет, когда друга нетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μπορεί κανείς να ζήσει χωρίς αδελφό, αλλ' όχι χωρίς φίλο
-
7 φιλοζωος
I.2[ζωή] жизнелюбивый, цепляющийся за жизнь(βροτοί Eur.; οἱ πρεσβύτεροι Arst.)
II.2[ζῷον] любящий (все) живое(δημιουργός Xen.)
-
8 συμφιλοδοξεω
содействовать славеσ. gloriae alicujus Cic. — стараться прославить кого-л.
-
9 φιλοβακχος
-
10 φιλοβαρβαρος
-
11 φιλοβασιλειος
-
12 φιλοβασιλευς
-
13 φιλοβοτρυς
-
14 φιλοβουπαις
-
15 φιλογαιος
-
16 φιλογαμος
-
17 φιλογαστοριδης
-
18 φιλογελοιος
-
19 φιλογενναιον
-
20 φιλογεωργια
См. также в других словарях:
Νιμέγερ, Σοάρες Φίλο Όσκαρ — (Soares Filho Oscar Niemeyer, Pio ντε Τζανέιρο 1907 –). Βραζιλιανός αρχιτέκτονας. Εργάστηκε με τον Λούτσιο Κόστα και τον Λε Κορμπιζιέ στην κατασκευή του κτιρίου του Υπουργείου Παιδείας στο Ρίο ντε Τζανέιρο (1936) και συντέλεσε στη διάδοση της… … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
Мефистофель — … Википедия
ετοιμομεμφής — ἑτοιμομεμφής, ές (Μ) αυτός που είναι έτοιμος να κατηγορήσει, ο φίλο κατήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλο μεμφής] … Dictionary of Greek
θυννολογώ — θυννολογῶ, έω (Μ) συζητώ για τόν(ν)ους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + λογώ (< λόγος < λέγω), πρβλ. φιλο λογώ (< φιλό λογος), χαριτο λογώ (< χαριτο λόγος)] … Dictionary of Greek
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek
προσοικειώνω — προσοικειῶ, όω, ΝΑ [οἰκειῶ] νεοελλ. μέσ. προσοικειώνομαι α) (μτβ.) κάνω κάποιον φίλο μου ή οπαδό μου, τόν παίρνω με το μέρος μου, τόν προσεταιρίζομαι β) (αμτβ.) γίνομαι οικείος προς κάτι, προσαρμόζομαι, συνηθίζω («προσοικιώθηκε με τη νέα… … Dictionary of Greek
συνεταιρίζομαι — ΝΜ και ενεργ. τ. συνεταιρίζω Α [συνέταιρος] νεοελλ. 1. συνιστώ εταιρεία ή συνεταιρισμό με άλλον ή με άλλους 2. φρ. «δικαίωμα [ή ελευθερία] τού συνεταιρίζεσθαι» (νομ.) συνταγματικώς κατοχυρωμένο θεμελιώδες συλλογικό δικαίωμα, βάσει τού οποίου κάθε … Dictionary of Greek
φιλομειδής — ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλομμειδής και φιλομηδής και φιλομμηδής, ές, Α 1. αυτός που τού αρέσει να χαμογελά 2. προσωνυμία τής Αφροδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + (μ)μειδής (< * σμειδής < μειδιῶ* «χαμογελώ»), πρβλ. μειλιχο μειδής. Ωστόσο,… … Dictionary of Greek
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek