-
1 φιλοβοτρυς
См. также в других словарях:
φερέβοτρυς — υ, ΜΑ (για το σταφύλι) αυτός που έχει τσαμπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + βότρυς (πρβλ. πολύ βοτρυς, φιλό βοτρυς)] … Dictionary of Greek
1 φιλοβοτρυς
φερέβοτρυς — υ, ΜΑ (για το σταφύλι) αυτός που έχει τσαμπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + βότρυς (πρβλ. πολύ βοτρυς, φιλό βοτρυς)] … Dictionary of Greek