-
1 φιλοφροσυνη
ἥ тж. pl.1) благожелательное отношение, дружелюбиеφίλοι πρὸς φίλους κοινωνοῦντες φιλοφροσύνης Plat. — друзья, живущие во взаимном доброжелательстве;φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Luc. — обмениваться ласковыми приветствиями;δέξασθαι τέν φιλοφροσύνην Plut. — заручиться благоволением;φιλοφροσύνην νέμειν τινί Plut. — оказывать кому-л. милость (одолжение),2) радостное настроение, веселье Plut. -
2 φιλοφροσύνη
φιλόφρωνkindly disposed: fem nom /voc sg (attic epic ionic)φιλοφρόσυνοςfem nom /voc sg (attic epic ionic)φιλοφροσύνηfriendliness: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————φιλόφρωνkindly disposed: fem dat sg (attic epic ionic)φιλοφρόσυνοςfem dat sg (attic epic ionic)φιλοφροσύνηfriendliness: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 φιλοφροσύνῃ
Βλ. λ. φιλοφροσύνη -
4 φιλοφροσύνη
η приветливость, любезность, предупредительность; обходительность, вежливость -
5 φιλοφροσύνη
[филофросини] ουσ. Θ. любезность, приветливость, доброжелательность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φιλοφροσύνη
-
6 φιλοφροσύνη
[филофросини] ουσ θ любезность, приветливость, доброжелательность. -
7 φιλοφροσύνη
A friendliness, kindliness, Il.9.256; τινος towards one, Hdt.5.92.γ; εἰρήνη πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Pl.Lg. 628c
; κοινωνεῖν φιλοφροσύνης ib. 640b;τυχεῖν Plu.Pyrrh.11
;δέξασθαι φιλοφροσύνην Id.Mar.40
;νέμειν τινί Id.Cat.Mi.3
;διὰ φιλοφροσύνην Pl.Lg. 740e
;μετὰ φιλοφροσύνης Plu.2.124c
: pl., friendly greetings, welcomes,σὺν φιλοφροσύναις δέξασθαι Pi.O.6.98
;ποικίλαι φ. Phld. Lib.p.29
O.;φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι ἡδίους Luc.Im.21
.II cheerfulness, gaiety, X.Smp.2.24 (pl.), Plu.2.128d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοφροσύνη
-
8 φιλοφροσύνη
φιλο - φροσύνη ( φρήν): kindliness, friendly temper, Il. 9.256†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φιλοφροσύνη
-
9 φιλοφροσύνη
φιλο-φροσύνη, ἡ, liebreiche, freundliche Behandlung, Wohlwollen; auch Bewirtung, Begrüßung; Heiterkeit, Fröhlichkeit -
10 дружелюбный
дружелюбный φιλικός, ευμενής \дружелюбныйое отношение η φιλοφροσύνη* * *φιλικός, ευμενήςдружелю́бное отноше́ние — η φιλοφροσύνη
-
11 φιλοφροσύνα
φιλοφροσύνᾱ, φιλόφρωνkindly disposed: fem nom /voc /acc dualφιλοφροσύνᾱ, φιλόφρωνkindly disposed: fem nom /voc sg (doric aeolic)φιλοφροσύνᾱ, φιλοφρόσυνοςfem nom /voc /acc dualφιλοφροσύνᾱ, φιλοφρόσυνοςfem nom /voc sg (doric aeolic)φιλοφροσύνᾱ, φιλοφροσύνηfriendliness: fem nom /voc /acc dualφιλοφροσύνᾱ, φιλοφροσύνηfriendliness: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 φιλοφροσύναι
φιλοφροσύνᾱͅ, φιλόφρωνkindly disposed: fem dat sg (doric aeolic)φιλοφροσύνᾱͅ, φιλοφρόσυνοςfem dat sg (doric aeolic)φιλοφροσύνηfriendliness: fem nom /voc plφιλοφροσύνᾱͅ, φιλοφροσύνηfriendliness: fem dat sg (doric aeolic) -
13 φιλοφροσύνας
φιλοφροσύνᾱς, φιλόφρωνkindly disposed: fem acc plφιλοφροσύνᾱς, φιλόφρωνkindly disposed: fem gen sg (doric aeolic)φιλοφροσύνᾱς, φιλοφρόσυνοςfem acc plφιλοφροσύνᾱς, φιλοφρόσυνοςfem gen sg (doric aeolic)φιλοφροσύνᾱς, φιλοφροσύνηfriendliness: fem acc plφιλοφροσύνᾱς, φιλοφροσύνηfriendliness: fem gen sg (doric aeolic) -
14 χειρόω
χειρόω, handhaben, behandeln, πρὸς βίαν, gewaltsam behandeln, Ar. Vesp. 443. – Med. in seine Hände oder unter seine Gewalt bringen, überwältigen, bezwingen; τόξοις πρόσωϑεν εὐσκόποις χειρουμένη φίλων ἀποψιλοῖς με Aesch. Ch. 683; οὐ γὰρ ἡμᾶς τοσούςδε πρὸς βίαν χειρώσεται Soph. Phil. 92, vgl. Tr. 1099; Eur. I. T. 330. 359 u. öfter; ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους Her. 1, 24; Plat. Legg. VII, 824, τούτους ἐχειρώσατο, Menex. 240 b; ἐπειδὰν χειρώσωνται τοῦτο, ὃ ἂν ϑηρεύωνται Euthyd. 290 b, u. öfter; 'Ρήγιον Thuc. 4, 24, u. sonst; auch = tödten, Xen. Cyr. 7, 5,30 u. Sp., wie Pol. 21, 2,5; gefangen nehmen, Xen. Hell. 2, 4,26; χειρώσασϑαι Ἑλλάδα Isocr. 4, 89; Sp., χειρωσάμενος ταῠρον Plut. Thes. 14. 17; auch milder, τινὰ τῇ φιλοφροσύνῃ Alex. 5. – Passivisch zu nehmen der aor. χειρωϑῆναι, Her. 3, 120. 4, 96. 5, 16; u. so auch τὰς κεχειρωμένας ἄγεσϑαι Aesch. Spt. 308, wie πρὸς βίαν χειρούμενον Τυφῶνα Prom. 353; χειρωϑεὶς βίᾳ Soph. O. C. 907; Trach. 1046; u. so auch χειρουμένη Eur. El. 1168; αἰχμαλώτους κεχειρωμένους Plat. Legg. XI, 919 a, wie Thuc. 5, 96.
-
15 ευκολια
ἥ1) скромность, невзыскательность, простота(περὴ τέν δίαιταν Plut.)
2) общительность, обходительность, приветливость(εὐ. καὴ φιλοφροσύνη Plut.)
3) легкость, подвижность(εὐ. τε καὴ εὐχέρεια Plat.)
4) склонность, способность(πρὸς τέν ποίησιν Plut.)
-
16 καθαριοτης
- ητος ἥ1) чистота, чистоплотность, опрятность Her., Xen., Plat.2) четкость, ясность(εὐρυθμία καὴ κ. Plut.)
διαφέρει ἥ ὄψις ἁφῆς καθαριότητι Arst. — зрение отличается от осязания (большей) четкостью3) благопристойность, безукоризненность(κ. καὴ φιλοφροσύνη Plut.)
-
17 χειροω
преимущ. med.1) завладевать, прибирать к рукам, захватывать(τὰς πόλιας πάσας Her.)
; захватывать в плен(τινα Eur., Xen.)
2) побеждать, одолевать(τόξοις τινά Aesch.; τινα βίᾳ Xen. и πρὸς βίαν Soph., Arph.; τι λόγοις καὴ πράξεσι Plat.)
χ. τινα ἑαυτῷ Thuc. — подчинять себе кого-л.;χειρώσασθαι τῇ φιλοφροσύνῃ Plut. — покорить любезным обхождением3) пленять, увлекать(τοὺς ἀνθρώπους Luc.)
4) умерщвлять, убивать(τινα Xen., Isocr.)
-
18 вежливость
вежлив||остьж ἡ εὐγένεια, ἡ λεπτότητα, ἡ φιλοφροσύνη, ἡ ἀβρότητα. -
19 дружелюбие
дружелюб||иес ἡ φιλικότητα [-ης], ἡ φιλοφροσύνη, ἡ εὐμένεια, ἡ καλωσύνη. -
20 любезность
любезн||остьж1. (свойство) ἡ φιλοφροσύνη, ἡ ἀβρότητα, ἡ προσήνεια, ἡ ἀβροφροσύνη·2. (одолжение) ἡ χάρη [-ις], ἡ καλωσύνη:сделайте \любезностьость κάνετε μου τήν χάρη·3. (комплимент) ἡ φιλοφρόνησις, τό κομπλιμέντο:говорить \любезностьости κάνω κομπλιμέντα.
См. также в других словарях:
φιλοφροσύνη — η, ΝΜΑ [φιλόφρων, ονος] 1. φιλική διάθεση, ευγενική συμπεριφορά, φιλοφρόνηση νεοελλ. 1. (γενικά) ευγένεια, περιποιητικότητα, ευπροσηγορία 2. φρ. «διεθνής φιλοφροσύνη» διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων συμπεριφοράς τών κρατών αρχ. 1. ευδιαθεσία, ευθυμία… … Dictionary of Greek
φιλοφροσύνη — η 1. φιλική διάθεση, περιποιητικότητα, ευγένεια, ευγενική συμπεριφορά: Υπήρχε φιλοφροσύνη στη φιλοξενία. 2. φιλική υποδοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοφροσύνη — φιλόφρων kindly disposed fem nom/voc sg (attic epic ionic) φιλοφρόσυνος fem nom/voc sg (attic epic ionic) φιλοφροσύνη friendliness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοφροσύνῃ — φιλόφρων kindly disposed fem dat sg (attic epic ionic) φιλοφρόσυνος fem dat sg (attic epic ionic) φιλοφροσύνη friendliness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοφροσυνῶν — φιλοφροσύνη friendliness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοφρονώ — φιλοφρονῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόφρων, ονος] φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένεια αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) δείχνω φιλοφροσύνη σε κάποιον («ὁ δὲ Κῡρος ἰδὼν αὐτὸν ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφιλοφρονήσατο αὐτῷ», Ξεν.) 2. (για πράγμ.) ευφραίνω, ευχαριστώ 3. (αμτβ.) είμαι… … Dictionary of Greek
φιλοφροσύνα — φιλοφροσύνᾱ , φιλόφρων kindly disposed fem nom/voc/acc dual φιλοφροσύνᾱ , φιλόφρων kindly disposed fem nom/voc sg (doric aeolic) φιλοφροσύνᾱ , φιλοφρόσυνος fem nom/voc/acc dual φιλοφροσύνᾱ , φιλοφρόσυνος fem nom/voc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοφροσύναι — φιλοφροσύνᾱͅ , φιλόφρων kindly disposed fem dat sg (doric aeolic) φιλοφροσύνᾱͅ , φιλοφρόσυνος fem dat sg (doric aeolic) φιλοφροσύνη friendliness fem nom/voc pl φιλοφροσύνᾱͅ , φιλοφροσύνη friendliness fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοφροσύνας — φιλοφροσύνᾱς , φιλόφρων kindly disposed fem acc pl φιλοφροσύνᾱς , φιλόφρων kindly disposed fem gen sg (doric aeolic) φιλοφροσύνᾱς , φιλοφρόσυνος fem acc pl φιλοφροσύνᾱς , φιλοφρόσυνος fem gen sg (doric aeolic) φιλοφροσύνᾱς , φιλοφροσύνη… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aglaya — En la mitología griega, Aglaya o Aglaia (en griego antiguo Ἀγλαΐα, «la resplandeciente», «la que brilla», «la esplendorosa», «la espléndida») también Aglaye o Áglae [1] era la más joven y bella de las tres Cárites. Simbolizaba la inteligencia, el … Wikipedia Español
Hefesto — en la forja por Guillaume Coustou (hijo), Louvre. En la mitología griega, Hefesto (en griego Ἥφαιστος Hêphaistos, quizá de φαίνω phainô, ‘brillar’) es el dios del fuego y la forja, así como de los herreros, los artesanos, los es … Wikipedia Español