Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλοσόφημα

См. также в других словарях:

  • φιλοσόφημα — a subject of scientific inquiry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσόφημα — το, ΝΜΑ [φιλοσοφῶ] φιλοσοφική έρευνα, φιλοσοφική πραγματεία νεοελλ. φιλοσοφική ιδέα, φιλοσοφική σκέψη, φιλοσοφική αρχή, φιλοσοφικό δόγμα αρχ. 1. το υποκείμενο επιστημονικής έρευνας ή φιλοσοφικής πραγματείας 2. (λογ.) απόδειξη 3. εφεύρεση …   Dictionary of Greek

  • φιλοσόφημα — το, ατος 1. φιλοσοφική έρευνα, φιλοσοφική διερεύνηση. 2. φιλοσοφική ιδέα, φιλοσοφικό δόγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοσοφημάτων — φιλοσόφημα a subject of scientific inquiry neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσοφήμασι — φιλοσόφημα a subject of scientific inquiry neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσοφήμασιν — φιλοσόφημα a subject of scientific inquiry neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσοφήματα — φιλοσόφημα a subject of scientific inquiry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Philosophem — Mit Philosophem bezeichnet man einen philosophischen Lehrsatz, eine philosophische Fragestellung oder einen philosophischen Ausspruch. Der Begriff stammt aus der Philosophie Griechenlands und wurde bei Aristoteles zur Bezeichnung eines… …   Deutsch Wikipedia

  • διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των …   Dictionary of Greek

  • εμφιλοσόφημα — ἐμφιλοσόφημα, το (Α) φιλοσόφημα, φιλοσοφική σκέψη πάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — η 1. η αγάπη ή η επιδίωξη της σοφίας (βλ. λ.), η επιθυμία για γνώση, η φιλομάθεια. 2. η αναζήτηση της αλήθειας, η έρευνα της φύσης των πραγμάτων, η επιστήμη που εξετάζει τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων: Η φιλοσοφία είναι η μητέρα των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»