-
1 φιλοσόφημα
φιλο-σόφημα, τό, das Ergebnis gelehrter, wissenschaftlicher Untersuchung, auch Betrachtung, Forschung; übh. Bemühung, Bestrebung -
2 φιλο-σόφημα
φιλο-σόφημα, τό, das Ergebniß gelehrter, wissenschaftlicher Untersuchung, auch Betrachtung, Forschung, ὥςτε περὶ τούτου ἀπορεῖν εἰκότως ἐγένετο φιλοσόφημα πᾶσι Arist. de coel. 2; Pol. 34, 4,4; übh. Bemühung, Bestrebung, Sp.
См. также в других словарях:
φιλοσόφημα — a subject of scientific inquiry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσόφημα — το, ΝΜΑ [φιλοσοφῶ] φιλοσοφική έρευνα, φιλοσοφική πραγματεία νεοελλ. φιλοσοφική ιδέα, φιλοσοφική σκέψη, φιλοσοφική αρχή, φιλοσοφικό δόγμα αρχ. 1. το υποκείμενο επιστημονικής έρευνας ή φιλοσοφικής πραγματείας 2. (λογ.) απόδειξη 3. εφεύρεση … Dictionary of Greek
φιλοσόφημα — το, ατος 1. φιλοσοφική έρευνα, φιλοσοφική διερεύνηση. 2. φιλοσοφική ιδέα, φιλοσοφικό δόγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοσοφημάτων — φιλοσόφημα a subject of scientific inquiry neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφήμασι — φιλοσόφημα a subject of scientific inquiry neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφήμασιν — φιλοσόφημα a subject of scientific inquiry neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφήματα — φιλοσόφημα a subject of scientific inquiry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Philosophem — Mit Philosophem bezeichnet man einen philosophischen Lehrsatz, eine philosophische Fragestellung oder einen philosophischen Ausspruch. Der Begriff stammt aus der Philosophie Griechenlands und wurde bei Aristoteles zur Bezeichnung eines… … Deutsch Wikipedia
διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των … Dictionary of Greek
εμφιλοσόφημα — ἐμφιλοσόφημα, το (Α) φιλοσόφημα, φιλοσοφική σκέψη πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — η 1. η αγάπη ή η επιδίωξη της σοφίας (βλ. λ.), η επιθυμία για γνώση, η φιλομάθεια. 2. η αναζήτηση της αλήθειας, η έρευνα της φύσης των πραγμάτων, η επιστήμη που εξετάζει τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων: Η φιλοσοφία είναι η μητέρα των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)