-
1 φιλοστοργία
φιλοστοργίᾱ, φιλοστοργίαtender love: fem nom /voc /acc dualφιλοστοργίᾱ, φιλοστοργίαtender love: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————φιλοστοργίαι, φιλοστοργίαtender love: fem nom /voc plφιλοστοργίᾱͅ, φιλοστοργίαtender love: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 φιλοστοργια
ἥ1) нежная любовь, горячая привязанность(πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.)
2) привязчивость(ἁπλότης καὴ φ. Xen.)
-
3 φιλοστοργία
φιλοστοργία, ας, ἡ (s. φιλόστοργος, cp. στοργή ‘affection’; X.+; ins, pap [for both s. New Docs 2, 100–102; 3, 41f]; 2 Macc 6:20; 4 Macc 15:9; Jos., Ant. 8, 193 al.) heartfelt love, strong affection πρός τινα for someone (Polyb. 31, 25, 1 πρὸς ἀλλήλους; Plut., Mor. 962a; Lucian, Tyrannic. 1; Philo, Mos. 1, 150) of the deep affection of Christians for each other Dg 1.—DELG s.v. στέργω. -
4 φιλοστοργίᾳ
Βλ. λ. φιλοστοργία -
5 φιλοστοργία
η нежность; привязанность; нежная любовь -
6 φιλοστοργία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-3=3 2 Mc 6,20; 4 Mc 15,6.9tender love, strong affectionCf. HORSLEY 1982 101-103; 1983 41-42; SPICQ 1978a, 944-948 -
7 φιλοστοργία
φῐλοστοργ-ία, ἡ,A tender love, affection, Antipho Fr.73, Plb.9.13.2, Phld.Hom.p.8 O., BMus.Inscr.481*.79 (Ephes.), etc.;ἡ ἄγαν φ. Antip.Stoic.3.254
;πρὸς τὸ θρέψαν ἔδαφος Demad.37
;πρὸς ἀλλήλους Plb.31.25.1
;πρὸς τὴν πατρίδα Id.16.17.8
;πρὸς τὸν βασιλέα Arch.Pap.6.9
([place name] Delos);ἡ φυσικὴ τῶν γόνεων εἰς τέκνα φ. D.S.4.44
; of an elephant,δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον Phylarch.36J.
2 affectionateness, X.Cyr.1.4.3.3 of sexual love, D.S.1.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοστοργία
-
8 φιλοστοργία
φιλο-στοργία, ἡ, zärtliche Liebe -
9 φιλοστοργίας
φιλοστοργίᾱς, φιλοστοργίαtender love: fem acc plφιλοστοργίᾱς, φιλοστοργίαtender love: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 φιλοστοργίαι
φιλοστοργίαtender love: fem nom /voc plφιλοστοργίᾱͅ, φιλοστοργίαtender love: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 φιλοστοργίαν
φιλοστοργίᾱν, φιλοστοργίαtender love: fem acc sg (attic doric aeolic) -
12 φιλοστοργίαις
φιλοστοργίαtender love: fem dat pl -
13 φιλοστοργον
τό Xen., Plut. = φιλοστοργία См. φιλοστοργια -
14 συγ-γενικός
συγ-γενικός, ή, όν, den Vecwandten. gehörig. ste betreffend, φιλοστοργία, Pol 32, 11. 1; auch adv., συγγενικῶς καὶ φιλανϑρώπ ως οἰκεῖτε τὴν πόλιν, Dem. 25, 89. Vgl. συγγένεια.
-
15 φιλόστοργος
A loving tenderly, affectionate, freq. of family affection, X.Cyr.1.3.2, Theoc.18.13, etc.; of a nurse, Sor.1.88; of horses, Arist.HA 611a12;γένος ἀετῶν πρὸς τοὺς τρέφοντας φ. Ael.NA2.40
; title of two queens named Athenais, IG22.3426.3, 3428.5;φ. εἰς ἀλλήλους Ep.Rom.12.10
;περί τινα Plu. Cleom.1
(dub. constr.);φ. πρὸς τὰ τηλικαῦτα Id.2.608c
: [comp] Comp., nihil- ότερον Cic.Att.13.9.1
: [comp] Sup.,- οτάτη διαφερόντως πρός τινα OGI 331.46
(Pergam., ii B. C.):—τὸ φ., = φιλοστοργία, X.Ages.8.1, Plu.Sol. 7;τὸ ποτὶ τὰν πατρίδα φ. Abh.Berl.Akad.1925(5).28
(Cyrene, i B. C./i A. D.). Adv. ;εὐσεβῶς τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς διακείμενος καὶ φ. πρὸς τοὺς γονεῖς OGI229.6
(Smyrna, iii B. C.), cf. BMus.Inscr.925b12 (Branchidae, i B. C.), Plu.Fab.21; φ. ἔχειν πρός .. J.AJ4.6.8; literaeφ.
scriptae,Cic.
Att.15.17.2: [comp] Comp.- ότερον Gp.16.21.6
: [comp] Sup.- ότατα Iamb.VP7.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόστοργος
-
16 χρηστότης
A goodness, honesty, uprightness,χρηστότητα ἀσκεῖν E.Supp. 872
;μέγιστον ἀγαθόν ἐστι μετὰ νοῦ χ. Men.788
, cf. 472.1; χρηστότητος εἵνεκα as a reward for honesty, Aristopho 14.4 (troch.), Timocl.8.17;ποιεῖν χ. LXX Ps.13(14).3
; ἀκολουθεῖ τῇ ἀρετῇ χ.) Arist.VV 1251b33; ἡ σὴ χ., as a honorific address, PGiss.7.15 (ii A. D.), PLond.2.411.6 (iv A. D.), etc.II goodness of heart, kindness, Is.2.7 (but in depreciatory sense, soft-heartedness, Men. 579);εὔνοιαν καὶ χ. παρέσχητο Hdn.2.9.9
; χ. καὶ φιλοστοργία, φιλανθρωπία καὶ χ., Plu. Agis17, Comp.Dem.Cic.3, cf. Luc.Tim.8, D.C. 73.5;ἡ χ. καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ θεοῦ Ep.Tit.3.4
, cf. Ep.Rom.11.22, al.;χ. ἐθ' ἡμᾶς Ep.Eph.2.7
; ποιεῖν χρηστότητα to show kindness, LXXPs.118(119).65;πολλὰ τῇ χ... κτῶνται Phld.Rh.1.262S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρηστότης
-
17 ἀφιλοστοργία
ἀφῐλο-στοργία, ἡ,A absence of natural affection, implied in punning phrase of Timagenes, ἡ πρὸς τὰ ἔκγονα φιλοστοργία ([etym.] ἔκγον' ἀ.) Plu.2.634f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφιλοστοργία
-
18 γνήσιος
γνήσιος, α, ον (Hom. et al.; ins, pap, LXX, TestAbr A, EpArist, Philo, Joseph.)① one who is considered a valid member of a family, legitimate, true. In the Hellenic world ancestral connections were highly prized; hence this term referred orig. to having connection with the γένος by birth: ‘belonging to the race.’ Hence lit. of children born in wedlock, legitimate (X., Cyr. 8, 5, 19; OGI 194, 12; Mitt-Wilck. I/2, 145, 21 legitimacy of a son affirmed on basis of birth from a freewoman; PFlor 79, 21; 294, 12 γνησίων τέκνων; POxy 1267, 15 γ. υἱός; PLips 28, 17f; cp. PEleph 1, 3 γ. γυνή; Sir 7:18; Philo, Mos. 1, 15 γ. παῖς, Spec. Leg. 4, 203 τέκνα; Jos., Ant. 17, 45 τέκνα); fig., of affective relationship, esp. as developed through sharing of values or experiences (Herm. Wr. 13, 3 γνήσιος υἱός εἰμι; Eunap. Vi. Soph. 7, 1, 13 p. 49: pupils as παῖδες γ.) γ. τέκνον ἐν πίστει true child in the faith 1 Ti 1:2; cp. Tit 1:4; γ. σύζυγε Phil 4:3 (cp. BGU 86, 19 γ. φίλος; PLond III, 1244, 5 p. 244 [III A.D.]; EpArist 41; TestAbr A 16 p. 97, 7 [Stone p. 42] al.).② pert. to possession of apparent or reputed good character or quality, genuine of things (of ‘genuine’ writings: Harpocration s.v. Ἀλκιβιάδης; Galen XV 748 K.; Athen. 4, 25, 144e; 14, 63, 650d) γνησιώτερος λόγος more reliable teaching B 9:9 (Harpocration s.v. ναυτοδίκαι: Lysias says εἰ γνήσιος ὁ λόγος; Philo, Poster. Cai. 102 γ. φιλοσοφία). ἀγάπη 1 Cl 62:2 (Michel 394, 48f γ. φιλοστοργία). τὸ γ. genuineness, sincerity of love 2 Cor 8:8 (OGI 339, 7 [c. 120 B.C.] τὸ πρὸς τὴν πατρίδα γνήσιον).—DELG s.v. γίγνομαι p. 223. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
φιλοστοργία — φιλοστοργίᾱ , φιλοστοργία tender love fem nom/voc/acc dual φιλοστοργίᾱ , φιλοστοργία tender love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστοργίᾳ — φιλοστοργίαι , φιλοστοργία tender love fem nom/voc pl φιλοστοργίᾱͅ , φιλοστοργία tender love fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστοργία — η, ΝΜΑ [φιλόστοργος] τρυφερή αγάπη, στοργή («μητρική φιλοστοργία», πάπ.) αρχ. 1. τρυφερότητα 2. ερωτική αγάπη … Dictionary of Greek
φιλοστοργία — η η στοργική αγάπη, η στοργική τρυφερότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοστοργίας — φιλοστοργίᾱς , φιλοστοργία tender love fem acc pl φιλοστοργίᾱς , φιλοστοργία tender love fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστοργίαι — φιλοστοργία tender love fem nom/voc pl φιλοστοργίᾱͅ , φιλοστοργία tender love fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστοργίαν — φιλοστοργίᾱν , φιλοστοργία tender love fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστοργίαις — φιλοστοργία tender love fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόστοργος — η, ο / φιλόστοργος, ον, ΝΜΑ γεμάτος στοργή, τρυφερός, στοργικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόστοργον η φιλοστοργία. επίρρ... φιλοστόργως ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν με φιλοστοργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. κατά στοργος] … Dictionary of Greek
Χαλεπάς, Γιαννούλης — (Πύργος, Τήνος 1851 – Αθήνα 1938). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο χωριό που έδωσε τους περισσότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και από πατέρα μαρμαρογλύπτη, πήγε μικρός στη Σύρο για να μάθει γράμματα, αναγκασμένος από την πίεση του πατέρα του που … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱԳԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 402 Chronological Sequence: 5c գ. φιλοστοργία amor vehemens Առաւելութիւն գթոյ եւ սիրյ. գորով գթութեան առ ընտանիս եւ սիրելիս. *Երկիր եւ օդ (ʼի դարմանելն զմեզ՝) ծնողաց նմանեալ բազմագթութեան. Առ որս. ՟Ժ՟Գ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)