Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλοστοργία

См. также в других словарях:

  • φιλοστοργία — φιλοστοργίᾱ , φιλοστοργία tender love fem nom/voc/acc dual φιλοστοργίᾱ , φιλοστοργία tender love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργίᾳ — φιλοστοργίαι , φιλοστοργία tender love fem nom/voc pl φιλοστοργίᾱͅ , φιλοστοργία tender love fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργία — η, ΝΜΑ [φιλόστοργος] τρυφερή αγάπη, στοργή («μητρική φιλοστοργία», πάπ.) αρχ. 1. τρυφερότητα 2. ερωτική αγάπη …   Dictionary of Greek

  • φιλοστοργία — η η στοργική αγάπη, η στοργική τρυφερότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοστοργίας — φιλοστοργίᾱς , φιλοστοργία tender love fem acc pl φιλοστοργίᾱς , φιλοστοργία tender love fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργίαι — φιλοστοργία tender love fem nom/voc pl φιλοστοργίᾱͅ , φιλοστοργία tender love fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργίαν — φιλοστοργίᾱν , φιλοστοργία tender love fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστοργίαις — φιλοστοργία tender love fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόστοργος — η, ο / φιλόστοργος, ον, ΝΜΑ γεμάτος στοργή, τρυφερός, στοργικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόστοργον η φιλοστοργία. επίρρ... φιλοστόργως ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν με φιλοστοργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. κατά στοργος] …   Dictionary of Greek

  • Χαλεπάς, Γιαννούλης — (Πύργος, Τήνος 1851 – Αθήνα 1938). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο χωριό που έδωσε τους περισσότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και από πατέρα μαρμαρογλύπτη, πήγε μικρός στη Σύρο για να μάθει γράμματα, αναγκασμένος από την πίεση του πατέρα του που …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԳԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 402 Chronological Sequence: 5c գ. φιλοστοργία amor vehemens Առաւելութիւն գթոյ եւ սիրյ. գորով գթութեան առ ընտանիս եւ սիրելիս. *Երկիր եւ օդ (ʼի դարմանելն զմեզ՝) ծնողաց նմանեալ բազմագթութեան. Առ որս. ՟Ժ՟Գ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»