-
1 φιλο-στοργία
φιλο-στοργία, ἡ, zärtliche Liebe; Xen. Cyr. 1, 4,3; Pol. 9, 13, 2; πρὸς τὴν πατρίδα 16, 17, 8; πρὸς ἀλλήλους 32, 11, 1.
-
2 φιλοστοργία
φιλο-στοργία, ἡ, zärtliche Liebe -
3 φιλοστοργια
ἥ1) нежная любовь, горячая привязанность(πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.)
2) привязчивость(ἁπλότης καὴ φ. Xen.)