-
1 φιλοσοφεί
φιλοσοφέωlove knowledge: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)φιλοσοφέωlove knowledge: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 φιλοσοφεῖ
φιλοσοφέωlove knowledge: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)φιλοσοφέωlove knowledge: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
3 φιλοσόφει
φιλοσοφέωlove knowledge: pres imperat act 2nd sg (attic epic)φιλοσοφέωlove knowledge: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
4 φιλο-σοφέω
φιλο-σοφέω, ein φιλόσοφος sein, die σοφία (s. daselbst) lieben, bes. Wissenschaft, Gelehrsamkeit lieben, sich mit den Wissenschaften beschäftigen; Her. 1, 30, von Solon; φιλοκαλεῖν μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφεῖν ἄνευ μαλακίας, vom Studium der Kunst u. Wissenschaft übh., Thuc. 2, 40; sich mit der Redekunst und Dialektik wissenschaftlich beschäftigen, Isocr. 2, 35. 4, 6. 186 u. öfter, der diesen Ausdruck bes. liebt, vgl. Morus zu Panegyr. 1; nach gewissen Regeln u. Grundsätzen, nach einer gewissen Methode Etwas thun, betreiben, mit Fleiß u. Genauigkeit untersuchen, wissenschaftlich oder gelehrt behandeln, untersuchen; πάνυ ᾤμην φιλοσοφεῖν φιλοσοφίαν, δι' ἧς ἂν μάλιστα ἐνόμιζον παιδευϑῆναι τὰ προςήκοντα, ich meinte das rechte Studium zu treiben, Xen. Mem. 4, 2,25; dem vorangehenden ζητεῖν entsprechend Lys. 24, 10; durch Nachdenken herausbringen, erforschen, vgl. Xen. Cyr. 6, 1, 41; aber auchπεφιλοσόφηκεν οὕτως, ὥςτε = er hat seine Sache so klug eingerichtet, Dem. 48, 49; ϑεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ οὐδ' ἐπιϑυμεῖ σοφὸς γενέσϑαι· ἔστι γάρ Plat. Conv. 203 e; μάνϑανε παρ' αὐτοῦ καὶ τἄλλα φιλοσόφει Ep. XIII, 360 e; φιλοσοφοῦντά με δεῖν ζῆν καὶ ἐξετάζοντα ἐμαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους Apol. 28 e, u. sonst; φιλοσοφεῖν τι, einen wissenschaftlichen Gegenstand zur Behandlung wählen; pass. τὰ φιλοσοφούμενα = die Dinge, welche Gegenstände des Philosophirens sind, D. L. 4, 49.
-
5 φιλοσοφέω
Aπεφιλοσόφηκα X.Cyr.6.1.41
, D.48.49:—love knowledge, pursue it, φιλοσοφέων γῆν πολλὴν.. ἐπελήλυθας (sc. Solon) Hdt. 1.30;φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας Th.2.40
;φιλοσοφήσετε καὶ σκέψεσθε τί.. Isoc.8.116
, cf. 12.236;θεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ οὐδ' ἐπιθυμεῖ σοφὸς γενέσθαι, ἔστι γάρ Pl.Smp. 204a
; ὑπέλαβον φιλοσοφοῦντά με δεῖν ζῆν, says Socrates, Id.Ap. 28e;φ. περὶ τῆς ἀληθείας Arist.Metaph. 983b2
;περὶ τοὺς ποιητάς Isoc.15.45
, cf. Arist.Pol. 1279b13;ὑπέρ τινος Luc. Am.31
;διὰ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι.. ἤρξαντο φιλοσοφεῖν Arist.Metaph. 982b12
;φιλοσοφεῖν λέγεται καὶ τὸ ζητεῖν.. εἴτε χρὴ φιλοσοφεῖν εἴτε καὶ μή Id.Fr.51
;φ. γνησίως τε καὶ ἱκανῶς Pl.R. 473d
; ;καθαρῶς τε καὶ δικαίως Id.Sph. 253e
; ; .b in bad sense, quibble,περί τινος Lys.8.11
.2 teach philosophy,οἱ παιδεύοντες καὶ φιλοσοφοῦντες Isoc.3.9
, cf. Plu. 2.192a; νουθετεῖς καὶ φιλοσοφεῖς you are lecturing me, ib.69b.3 lead a wellregulated life, Gal.5.462.II c. acc., discuss, investigate, study,μελετᾶν καὶ φ. τι Isoc.8.5
; φιλοσοφεῖν φιλοσοφίαν δι' ἧς .. pursue a philosophy.., X.Mem.4.2.23; φιλοσοφίαν καινὴν.. οὗτος φ. (sc. Zeno) Philem.85;τὴν πολιτικὴν φ. Arist.EN 1152b2
;πρὸς τὴν ὀλιγοσιτίαν πολλὰ πεφιλοσόφηκεν ὁ νομοθέτης Id.Pol. 1272a22
;φ. τὰ Στωικά S.E.P. 1.235
;τὰ τοῦ βίου πράγματα D.H.Rh.11.2
; treat scientifically,θαλάσσας Philostr.VA4.24
; metaph., φ. ἡ γραφὴ τὰ τῶν μύθων σώματα painting represents truly, Philostr.Im.1.3:—[voice] Pass., to be examined scientifically, Plu.Caes.59; subjects of speculation,Cic.
Fam.11.27.5, Philostr.VS1 Prooem., D.L.4.49.2 generally, study, work at a thing,φ. λόγον Isoc.4.6
;ὅσοι φιλοσοφοῦντες ἐκμοχθοῦσί τι Trag.Adesp.522
.3 devise ingeniously, contrive, φ. τοῦτο, ὅπως .. Lys.24.10, Isoc.15.121, Men.242; οὕτω πεφιλοσόφηκεν ὥστε .. D. l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοσοφέω
См. также в других словарях:
φιλοσοφεῖ — φιλοσοφέω love knowledge pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) φιλοσοφέω love knowledge pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσόφει — φιλοσοφέω love knowledge pres imperat act 2nd sg (attic epic) φιλοσοφέω love knowledge imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
моудровати — МОУДР|ОВАТИ (22), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Рассуждать, размышлять: тъ же и ѡ створшаго б҃ѹ и ѡ нашемь самовластии наѹчи добрѣ Платонъ мѹдровати (φρоνεῖν) ГА XIII–XIV, 48в; не высока˫а мудрѹите. но въ смѣреныхъ ходите ПНЧ XIV, 100в; великыи же василии ˫ако… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… … Dictionary of Greek
θυμόσοφος — η, ο (Α θυμόσοφος, ον) αυτός που έχει έμφυτη και κατ έμπνευση σοφία, ο εκ φύσεως σοφός, ο ευφυής νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη την κλίση να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την ψυχραιμία και την ψυχική του ηρεμία και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις … Dictionary of Greek
μωροφιλόσοφος — μωροφιλόσοφος, ό και ἡ (Α) αυτός που φιλοσοφεί ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + φιλόσοφος] … Dictionary of Greek
συμφιλόσοφος — ὁ, ΜΑ [φιλόσοφος] 1. αυτός που φιλοσοφεί μαζί με κάποιον 2. στον πληθ. οἱ συμφιλόσοφοι οι συμφιλοσοφούντες … Dictionary of Greek
θυμόσοφος — η, ο αυτός που έχει την τάση να φιλοσοφεί, αυτός που έχει την ικανότητα να χαρακτηρίζει επιγραμματικά πρόσωπα και καταστάσεις: Θυμόσοφος λαός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοσοφώ — φιλοσόφησα, φιλοσοφημένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με τη φιλοσοφία, είμαι φιλόσοφος, βυθίζομαι σε φιλοσοφικές σκέψεις, εμβαθύνω φιλοσοφικά στα πράγματα: Φιλοσοφούμε για την ανθρώπινη ζωή. 2. αντιμετωπίζω τη μοίρα μου με φιλοσοφικότητα, υπομένω κάτι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόσοφος — η, ο 1. ο φίλος (εραστής) της σοφίας, αυτός που φιλοσοφεί, αυτός που ερευνά τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων, ο σοφός: Μίλησε με φιλόσοφο πνεύμα. 2. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., φιλόσοφος, ο, η αυτός που διδάσκει φιλοσοφία, ο συγγραφέας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)