-
1 φιλοπαισμων
2, gen. ονος Plat. v. l. = φιλοπαίγμων См. φιλοπαιγμων -
2 φιλοπαίσμων
φιλοπαίσμωνfond of play: masc /fem nom sg -
3 φιλοπαίσμων
A v. φιλοπαίγμων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοπαίσμων
-
4 φιλοπαίσμονας
φιλοπαίσμωνfond of play: masc /fem acc pl -
5 φιλοπαίσμονες
φιλοπαίσμωνfond of play: masc /fem nom /voc pl -
6 σπουδαστικός
σπουδαστικός, eifrig, ernsthaft; Ggstz φιλοπαίσμων, Plat. Rep. V, 452 e; σπουδαστικῶς ἔχειν, Plut. Symp. 1, 1, 1.
-
7 φιλο-παίγμων
φιλο-παίγμων, ονος, wie φιλοπαίσμων, Spiel, Scherz liebend; ὀρχηϑμός Od. 23, 134; Hes. frg. 13, 3; Ar. Ran. 333; Διόνυσος Anacr. 40, 2; oft in der Anth.
-
8 σπουδαστικός
A zealous, earnest, opp. φιλοπαίσμων, Pl.R. 452e;σπουδαστικώτεροι Arist.Rh. 1391a25
. Adv.-κῶς, ἔχειν Plu.2.613a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδαστικός
-
9 φιλοπαίγμων
A fond of play, sportive,ὀρχηθμός Od.23.134
;ὀρχηστῆρες Hes.Fr. 198
, cf. Ar.Ra. 333 (lyr.), Them.Or.24.301c, Lib.Decl.30.68: of the lion,πρὸς τὰ σύντροφα καὶ συνήθη σφόδρα φ. Arist.HA 629b11
: epith. of Pan, BCH50.240 (Thasos, iii/ii B. C.). The more [dialect] Att. form [full] φιλοπαίσμων occurs in Pl.R. 452e, Cra. 406c; cf. Poll.5.161. Adv. - μόνως ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοπαίγμων
-
10 σπουδαστικός
σπουδαστικός, eifrig, ernsthaft; Ggstz φιλοπαίσμων
См. также в других словарях:
φιλοπαίσμων — fond of play masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίσμων — ον, Α (αττ. τ.) βλ. φιλοπαίγμων … Dictionary of Greek
φιλοπαίσμονας — φιλοπαίσμων fond of play masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίσμονες — φιλοπαίσμων fond of play masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαίγμων — ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, ον, Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει αρχ. αυτός που τού αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παίγμων (<… … Dictionary of Greek