Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλοπαίσμων

См. также в других словарях:

  • φιλοπαίσμων — fond of play masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπαίσμων — ον, Α (αττ. τ.) βλ. φιλοπαίγμων …   Dictionary of Greek

  • φιλοπαίσμονας — φιλοπαίσμων fond of play masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπαίσμονες — φιλοπαίσμων fond of play masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπαίγμων — ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, ον, Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει αρχ. αυτός που τού αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παίγμων (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»