-
1 σπουδαστικώτεροι
σπουδαστικόςzealous: masc nom /voc comp pl -
2 σπουδαστικός
A zealous, earnest, opp. φιλοπαίσμων, Pl.R. 452e;σπουδαστικώτεροι Arist.Rh. 1391a25
. Adv.-κῶς, ἔχειν Plu.2.613a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδαστικός
См. также в других словарях:
σπουδαστικώτεροι — σπουδαστικός zealous masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)