Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φιληκοΐα

См. также в других словарях:

  • φιληκοία — φιληκοΐᾱ , φιληκοία fondness for listening to fem nom/voc/acc dual φιληκοΐᾱ , φιληκοία fondness for listening to fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιληκοίᾳ — φιληκοΐαι , φιληκοία fondness for listening to fem nom/voc pl φιληκοΐᾱͅ , φιληκοία fondness for listening to fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιληκοΐα — η, ΝΜΑ [φιλήκοος] η ιδιότητα τού φιλήκοου …   Dictionary of Greek

  • φιληκοίας — φιληκοΐᾱς , φιληκοία fondness for listening to fem acc pl φιληκοΐᾱς , φιληκοία fondness for listening to fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιληκοίαν — φιληκοΐᾱν , φιληκοία fondness for listening to fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήκοος — η, ο / φιλήκοος, ον, ΝΜ αυτός που τού αρέσει να ακούει, που αγαπά τα ακροάματα («φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδέ ζητητικός», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που τού αρέσει απλώς να ακούει για να περνάει τον χρόνο του, σε αντιδιαστολή προς τον φιλομαθή 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»