Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φιλαυτίᾳ

См. также в других словарях:

  • φιλαυτία — φιλαυτίᾱ , φιλαυτία self love fem nom/voc/acc dual φιλαυτίᾱ , φιλαυτία self love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαυτίᾳ — φιλαυτίᾱͅ , φιλαυτία self love fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαυτία — η, ΝΜΑ [φίλαυτος] η υπερβολική αγάπη ενός ατόμου για τον εαυτό του, εγωισμός, εγωπάθεια, εγωκεντρισμός (α. «η φιλαυτία του είναι το κύριο αίτιο τής απάνθρωπης συμπεριφοράς του» β. «τοῡτο δὲ φιλαυτίας ἁμάρτημα καὶ χαλεπότητος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • φιλαυτία — η υπερβολική αγάπη του εαυτού (μας), υπέρμετρος εγωισμός, εγωκεντρισμός, εγωλατρία, εγωμανία, φιλοτομαρισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλαυτίας — φιλαυτίᾱς , φιλαυτία self love fem acc pl φιλαυτίᾱς , φιλαυτία self love fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαυτίαν — φιλαυτίᾱν , φιλαυτία self love fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλαυτος — η, ο / φίλαυτος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του, υπέρμετρα εγωιστής («ὁ ἑαυτὸν δῆθεν φιλῶν καὶ πάντα πράττων ἑαυτοῡ χάριν», Φώτ.) αρχ. 1. (με θετ. σημ.) αυτός που αγαπά τον εαυτό του 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλαυτον η φιλαυτία.… …   Dictionary of Greek

  • ГИЕРОКЛ —     ГИЕРОКЛ (Ἱεροκλῆς) (кон. 1 в. 1 я пол. 2 в. н. э.?), философ стоик, известен как автор соч. «Основы этики». По совокупности косвенных данных принято считать, что Г., скорее всего, тождествен упомянутому Авлом Геллием Гиероклу стоику,… …   Античная философия

  • ФИЛОН АЛЕКСАНДРИЙСКИЙ —     ФИЛОН АЛЕКСАНДРИЙСКИЙ (Φίλων AXeÇavbpevs) (15/10 до н. э. после 41 н. э.), эллинистический иудейский философ, писатель и экзегет. Родился в Александрии в богатой и влиятельной семье (по Иерониму, Vir. ill. 11, «из рода священников»), имевшей… …   Античная философия

  • filaucía — (del gr. «philautía», egoísmo; ant.) f. *Amor propio. * * * filaucía. (Del gr. φιλαυτία, egoísmo). f. ant. amor propio …   Enciclopedia Universal

  • DEPOSITIONIS in Academiis Ritus — Fuit antiquissimis iam temporibus moris, eos, qui in disciplinam Philosophorum se darent, certis quibusdam ritibus officii admonere, et velut initiare. Quo spectabat Pythagoraeorum ἐχεμυθία: Cavilli et Indibria auditorum, quibus Sophistarum… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»