Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φθῐν-άω

См. также в других словарях:

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

  • φθίνασμα — άσματος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) 1. ελάττωση 2. εξαφάνιση 3. φρ. «φθίνασμα ἡλίου» (στην ποίηση) η δύση τού ηλίου (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω*, κατά τα ουδ. σε ασμα (πρβλ. ἁγί ασμα, χόρτ ασμα)] …   Dictionary of Greek

  • φθίνυλλα — ἡ, Α (κωμική λ.) παρωνύμιο πολύ λεπτής, κάτισχνης γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + εκφραστικό επίθημα υλλα / ιλλα (πρβλ. κόρ ι λλα: κόρη)] …   Dictionary of Greek

  • φθινάς — άδος, ἡ, Α 1. αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει προς το τέρμα («οὐδέ λάθει μηνῶν φθινὰς ἁμέρα», Ευρ.) 2. (με ενεργ. σημ.) αυτή που επιφέρει ελάττωση ή φθορά ή και εξαφάνιση 3. α) (σε συνεκφορά με τη λ. νόσος) φθίση, φυματίωση …   Dictionary of Greek

  • φθινομετόπωρον — τὸ, Α το φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + μετόπωρον «φθινόπωρο»] …   Dictionary of Greek

  • φθινωδικός — ή, όν, Α φθινώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + κατάλ. ωδικός (< κατάλ. ώδης), πρβλ. μυθ ωδικός] …   Dictionary of Greek

  • φθινόκαρπος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για δέντρο) αυτός τού οποίου πέφτουν οι καρποί ή αυτός που έχασε τη γονιμότητά του, τη δύναμη τής καρποφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + καρπός (πρβλ. ὠλεσί καρπος)] …   Dictionary of Greek

  • φθινόκωλος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός τού οποίου τα μέλη φθίνουν σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + κῶλον «μέλος» (πρβλ. μακρό κωλος)] …   Dictionary of Greek

  • φθινόπωρο — Εποχή του έτους, που εκτείνεται μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα. Διαρκεί από τις 22 Σεπτεμβρίου έως τις 22 Δεκεμβρίου. Στη διάρκεια του φ. σημειώνεται ισημερία (22 Σεπτεμβρίου), κατά την οποία η ημέρα είναι ίση με τη νύχτα. Στο νότιο ημισφαίριο το …   Dictionary of Greek

  • φθινώδης — ῶδες, Α 1. φθισικός, φυματικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φθινῶδες η κατάσταση τού φυματικού 3. φρ. «φθινώδης νόσος» η φυματίωση (Παυσ.). επίρρ... φθινωδῶς Α σε κατάσταση φυματίωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»