-
1 φθιν-όπωρον
φθιν-όπωρον, τό, der letzte Theil der zu Ende gebenden όπώρα, der Spätherbst, eigtl. die Zeit vom Aufgange des Arctur bis zum Aufgange der Plejaden; Her. 4, 42. 9, 117, Thuc. 2, 31. 3, 18. 100 u. Folgende.
-
2 φθιν-οπωρισμός
φθιν-οπωρισμός, ὁ, = Folgdm, Ananius. bei Ath. VII, 282.
-
3 φθιν-οπωρινός
φθιν-οπωρινός, aus dem Herbste, vom Herbste, herbstlich; Arist. H. A. 5, 11; φϑινοπωρινὴ ἰσημερία Pol. 4, 37, 2.
-
4 φθιν-οπωρίς
φθιν-οπωρίς, ίδος, ἡ, bes. p. fem. zu φϑινοπωρινός, Pind. P. 5, 120, φϑ. χειμερία ἀνέμων καταπνοά.
-
5 φθιν-ώδης
-
6 φθινάω
-
7 φθινόπωρον
φθιν-όπωρον, τό, u. φθιν-οπωρισμός, ὁ, der letzte Teil der zu Ende gebenden όπώρα, der Spätherbst, eigtl. die Zeit vom Aufgange des Arctur bis zum Aufgange der Plejaden -
8 φθίνασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθίνασμα
-
9 φθινάς
A wasting, waning,μηνῶν φ. ἁμέρα E.Heracl. 779
(lyr.);φ. ὥρα Heraclit.All.71
;ἕως διχοτόμου φθινάδος Str.3.5.8
. -
10 φθινοπωρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθινοπωρικός
-
11 φθινοπωρινός
A autumnal, Hp.Aph.2.25, Plu.2.735b, Gal.6.443;ἰσημερία ἡ φ. Arist.HA 543b9
, PHib.1.27.170 (iii B. C., without ἡ), Plb.4.37.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθινοπωρινός
-
12 φθινοπωρισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθινοπωρισμός
-
13 φθινοπωρίς
φθῐν-οπωρίς, ίδος, pecul. fem. of foreg.,II ἡ φθινοπωρίς (sc. ἐλαία), = κολυμβάς, an olive, Call. Fr.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθινοπωρίς
-
14 φθινόπωρον
φθῐν-όπωρον, τό,A the waning of ὀπώρα (also called μετόπωρον or the season following ὀπώρα), autumn, Hdt.4.42, 9.117, Hp.Aph.1.18, Th.2.31, Arist.HA 601b25, al., PCair.Zen.20.4 (iii B. C.), Sor.1.22, Gal.6.127; metaph. νεηνίης φθινόπωρον, γέρων χειμών Pythagorasap.D.L.8.10: — φθινόπωρον (fem.) ἰσημερινήν is dub. l. in Orph.Fr.285.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθινόπωρον
-
15 φθινύθω
1 trans., waste,φθινύθουσιν ἔδοντες οἶκον ἐμόν Od.1.250
;οἶνον δὲ φ. 14.95
; οἵ μευ φ. φίλον κῆρ cause it to pine away 10.485 (so perh. Il.1.491); ἵνα μηκέτ' ὀδυρομένη.. αἰῶνα φθινύθω waste my life, Od.18.204; in later [dialect] Ep.,μαψίδιον φ. πόνον Opp.C.4.186
.2 intr., waste away, decay, perish, of men,λαοὶ μὲν φ. περὶ πτόλιν Il.6.327
, cf. 21.466, Od.12.131;παυρότεροι.. φθίνυθον Il.17.364
; τούσδε ἔα φθινύθειν, as an imprecation, 2.346; alsoἄχεϊ φ. παρειαί Od.8.530
, cf. 16.145.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθινύθω
-
16 φθίνυλλα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθίνυλλα
-
17 φθίνω
-
18 φθινώδης
φθῐν-ώδης, ες,A consumptive,οἱ φ. Hp.Aph.4.8
, etc.;τὸ φ.
a consumptive habit,Id.
Epid.1.2; φ. διάθεσις, νόσος, Androm. ap. Gal.13.18, Gal.17 (1).62;τὰ φ. πάθη Id.6.775
, Paus.10.2.4. Adv.- δῶς Gal.17(1).61
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθινώδης
-
19 φθινωδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθινωδικός
-
20 φθινοπωρινός
φθιν-οπωρινός, aus dem Herbste, vom Herbste, herbstlich
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
φθίνασμα — άσματος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) 1. ελάττωση 2. εξαφάνιση 3. φρ. «φθίνασμα ἡλίου» (στην ποίηση) η δύση τού ηλίου (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω*, κατά τα ουδ. σε ασμα (πρβλ. ἁγί ασμα, χόρτ ασμα)] … Dictionary of Greek
φθίνυλλα — ἡ, Α (κωμική λ.) παρωνύμιο πολύ λεπτής, κάτισχνης γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + εκφραστικό επίθημα υλλα / ιλλα (πρβλ. κόρ ι λλα: κόρη)] … Dictionary of Greek
φθινάς — άδος, ἡ, Α 1. αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει προς το τέρμα («οὐδέ λάθει μηνῶν φθινὰς ἁμέρα», Ευρ.) 2. (με ενεργ. σημ.) αυτή που επιφέρει ελάττωση ή φθορά ή και εξαφάνιση 3. α) (σε συνεκφορά με τη λ. νόσος) φθίση, φυματίωση … Dictionary of Greek
φθινομετόπωρον — τὸ, Α το φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + μετόπωρον «φθινόπωρο»] … Dictionary of Greek
φθινωδικός — ή, όν, Α φθινώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + κατάλ. ωδικός (< κατάλ. ώδης), πρβλ. μυθ ωδικός] … Dictionary of Greek
φθινόκαρπος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για δέντρο) αυτός τού οποίου πέφτουν οι καρποί ή αυτός που έχασε τη γονιμότητά του, τη δύναμη τής καρποφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + καρπός (πρβλ. ὠλεσί καρπος)] … Dictionary of Greek
φθινόκωλος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός τού οποίου τα μέλη φθίνουν σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + κῶλον «μέλος» (πρβλ. μακρό κωλος)] … Dictionary of Greek
φθινόπωρο — Εποχή του έτους, που εκτείνεται μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα. Διαρκεί από τις 22 Σεπτεμβρίου έως τις 22 Δεκεμβρίου. Στη διάρκεια του φ. σημειώνεται ισημερία (22 Σεπτεμβρίου), κατά την οποία η ημέρα είναι ίση με τη νύχτα. Στο νότιο ημισφαίριο το … Dictionary of Greek
φθινώδης — ῶδες, Α 1. φθισικός, φυματικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φθινῶδες η κατάσταση τού φυματικού 3. φρ. «φθινώδης νόσος» η φυματίωση (Παυσ.). επίρρ... φθινωδῶς Α σε κατάσταση φυματίωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek