-
21 φθινώδης
φθιν-ώδης, ες, von der Art der Auszehrung, Schwindsucht, die Auszehrung anzeigend, an der Auszehrung leidend, ihr unterworfen -
22 ὀπώρα
Grammatical information: f.Compounds: As 1. member e.g. in ὀπωρο-φύλαξ m. `fruit watcher, garden watcher' (Arist.).Derivatives: 1. ὀπωρ-ινός `belonging to ὀπ.' (Il.; cf. Shipp Studies 77 w. lit.); 2. τὰ ὀπωρ-ιαῖα n. pl. `fruits' (Thphr.); 3. - ιμος `fructiferous' (Anon. ap. Suid.; after κάρπιμος, Arbenz 86f.); 4. - ιμεῖος `of fruit, belonging to fruit' ( PLond.; uncertain); 5. - ικός `belonging to ὀπ.', also name of a medicine againt dysentery (Plin., Gp.); 6. Όπωρεύς m. surn. of Zeus in Akraiphia (inscr.; Bosshardt 44); hοπορίς f. PN (Lac. or Mess. inscr.), Hopora f. PN (Lat. inscr.). 7. ὀπωράριον = pomarium (Gloss.). 8. Denom. verb ὀπωρ-ίζω `to reap (fruit), to harvest in autumn' (IA.) ith - ισμός m. `vintage' (Aq.). -- Here also μετ-όπωρ-ον ( μεθ-) `what is after ὀπώρα', φθιν-όπωρ-ον `when the ὀπ. ends', `(late) autumn' (IA.), hypostasis resp. governing comp. with thematic enlargement, cf. Schwyzer 442:1c. From there μετ-, φθιν-οπωρ-ινός (IA.) a.o.Etymology: The not rare, but unoriginal aspiration must have been taken from a word ( ὥρα?) with closely related meaning. -- From *ὀπ-ο[σ]άρ-ᾱ contracted (from where Lac. ὀπάρα), abstractformation in -ᾱ from prepositional ὀπ(ι)- (s. ὄπισθεν) and a noun *ὄ[σ]αρ n., which is in the form of a regularly alternating n-stem retained in Balto-Slav. a. Germ., e.g. Serb.-Csl. jesenь, Russ. ósenь f. `autumn', Goth. asans f. `harvest, summer', OHG aran (to which Ernte); so prop. `the time following ὄ[σ]αρ, i.e. the summer following time'. Schulze Q. 475 (= WP. 1, 161f., Pok. 343), Benveniste Origines 19.Page in Frisk: 2,408Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀπώρα
-
23 φθινοπωρις
-
24 φθινοπωρον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
φθίνασμα — άσματος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) 1. ελάττωση 2. εξαφάνιση 3. φρ. «φθίνασμα ἡλίου» (στην ποίηση) η δύση τού ηλίου (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω*, κατά τα ουδ. σε ασμα (πρβλ. ἁγί ασμα, χόρτ ασμα)] … Dictionary of Greek
φθίνυλλα — ἡ, Α (κωμική λ.) παρωνύμιο πολύ λεπτής, κάτισχνης γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + εκφραστικό επίθημα υλλα / ιλλα (πρβλ. κόρ ι λλα: κόρη)] … Dictionary of Greek
φθινάς — άδος, ἡ, Α 1. αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει προς το τέρμα («οὐδέ λάθει μηνῶν φθινὰς ἁμέρα», Ευρ.) 2. (με ενεργ. σημ.) αυτή που επιφέρει ελάττωση ή φθορά ή και εξαφάνιση 3. α) (σε συνεκφορά με τη λ. νόσος) φθίση, φυματίωση … Dictionary of Greek
φθινομετόπωρον — τὸ, Α το φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + μετόπωρον «φθινόπωρο»] … Dictionary of Greek
φθινωδικός — ή, όν, Α φθινώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + κατάλ. ωδικός (< κατάλ. ώδης), πρβλ. μυθ ωδικός] … Dictionary of Greek
φθινόκαρπος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για δέντρο) αυτός τού οποίου πέφτουν οι καρποί ή αυτός που έχασε τη γονιμότητά του, τη δύναμη τής καρποφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + καρπός (πρβλ. ὠλεσί καρπος)] … Dictionary of Greek
φθινόκωλος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός τού οποίου τα μέλη φθίνουν σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + κῶλον «μέλος» (πρβλ. μακρό κωλος)] … Dictionary of Greek
φθινόπωρο — Εποχή του έτους, που εκτείνεται μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα. Διαρκεί από τις 22 Σεπτεμβρίου έως τις 22 Δεκεμβρίου. Στη διάρκεια του φ. σημειώνεται ισημερία (22 Σεπτεμβρίου), κατά την οποία η ημέρα είναι ίση με τη νύχτα. Στο νότιο ημισφαίριο το … Dictionary of Greek
φθινώδης — ῶδες, Α 1. φθισικός, φυματικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φθινῶδες η κατάσταση τού φυματικού 3. φρ. «φθινώδης νόσος» η φυματίωση (Παυσ.). επίρρ... φθινωδῶς Α σε κατάσταση φυματίωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek