-
1 изнашиваться
φθείρομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изнашиваться
-
2 затрепать
-еплю, -еплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затрепанный, βρ: -пан, -а, -оρ.σ.μ.1. τρίβω, φθείρω, κουρελιάζω, κάνω ράκος.2. αποκάνω, καταπονούμαι, απαυδώ.3. αρχίζω να τρίβω, να φθείρω, να κουρελιάζω.τρίβομαι, φθείρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.. || αρχίζω να τρίβομαι, να φθείρομαι. -
3 портиться
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > портиться
-
4 разрабатываться
(о детали, охватывающей другую, подвижную деталь) φθείρομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разрабатываться
-
5 износить
-
6 износиться
παλιώνω, φθείρομαι, λιώνω -
7 вытираться
вытирать||ся1. σφουγγίζομαι, σκουπίζομαι·2. (изнашиваться) λειώνω, φθείρομαι, τρίβομαι. -
8 изнашиваться
изнашивать||сяπαληώνω (ἄμετ.), φθείρομαι. -
9 истрепаться
истрепать||сяразг1. παλιώνω (άμετ.), παλαιώνω (άμετ.) / λυώνω (άμετ.), φθείρομαι, τρίβομαι (об одежде)·2. перен καταστρέφομαι / ξεχαρβαλώνομαι (о здоровье). -
10 обветрить(ся)
обветр||ить(ся)сов ἀνεμοδέρνομαι, φθείρομαι (или <ρα-γώνομαι) ἀπό τόν ἀέρα / ξηραίνομαι (о мясе и т. п.). -
11 обноситься
обноситьсясов1. (износить все свое платье) λυώνω τά ροῦχα μου·2. (об одежде) φθείρομαι, φαγωνομαι, τρίβομαι. -
12 обтираться
обтирать||ся1. (вытираться) σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι·2. (растираться) τρίβομαι, ἀλείβομαι·3. (приходить в негодность) φθείρομαι, τρίβομαι, φαγώνο-μαι:рукава обтерлись τά μανίκια φαγώθηκαν. -
13 перетираться
перетирать||ся(о веревке и т. п.) τρίβομαι, λειώνω, φθείρομαι, κόβομαι. -
14 портить
портитьнесов χαλ(ν)ῶ (μετ.), φθείρω, καταστρέφω / διαφθείρω, διαστρέφω (нравственно):\портить желу́док χαλ(ν)ῶ τό στομάχι μου· \портить аппетит χαλώ τήν ὅρεξη· \портить настроение кому-л. χαλ(ν)ῶ τό κέφι κάποιου· \портить себе кровь συγχίζομαι, χαλώ τό αίμα μου· \портить отношения χαλῶ τίς σχέσεις· э́то мне портит нервы αὐτό μοῦ χτυπάει στά νεῦρα \портиться χαλῶ (άμβτ.), Φθείρομαι / καταστρέφομαι (о зубах)/ σαπίζω, μουχλιάζω (об овощах):не \портиться °т жары, сырости ἀντέχει στήν ζέστη, στήν ὑγρασία[ν]. -
15 продираться
продирать||сяразг1. (разорваться) ξεσχίζομαι, σχίζομαι, τρίβομαι, φθείρομαι·2. (пробираться сквозь что-л.) ἀνοίγω δρόμο, είσχωρώ. -
16 проноситься
проноситься Iнесов παρέρχομαι, περνώ γρήγοραпроноситься IIсов1. (носиться определенное время \проноситься об одежде) φοριέμαι·2. (износиться) τρίβομαι, φθείρομαι, παληώνω (άμετ.). -
17 снашиваться
снашивать||ся(изнашиваться) λ(ε)ιώνω (άμετ.), φθείρομαι, παλιώνω (άμετ.), φαγώνομαι. -
18 трепаться
трепать||ся1. (изнашиваться) разг φθείρομαι, τρίβομαι·2. (болтать) груб. φλυαρώ. -
19 ветшать
ρ.δ.φθείρομαι, παλιώνω, ερειπώνομαι, καταστρέφομαι, γίνομαι σαράβαλο, κούσαλο•здание -ет το κτίριο ερειπώνεται•
старик год от году -ет ο γέρος από χρόνο σε χρόνο γίνεται σαράβαλο.
-
20 выветреть
-еет ρ.σ.1. (απλ.) στεγνώνω στον αέρα, εξαερίζομαι•белье -ло τα ρούχα στέγνωσαν στον αέρα.
2. (γεωλ.) διαβιβρώσκομαι, φθείρομαι από τον αέρα, τη ατμοσφαιρική πίεση.
См. также в других словарях:
φθείρομαι — φθείρομαι, φθάρηκα, φθαρμένος βλ. πίν. 229 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φθείρομαι — φθείρω destroy aor subj mid 1st sg (epic) φθείρω destroy pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… … Dictionary of Greek
παλιώνω — και παλαιώνω (ΑΜ παλαιῶ, όω) [παλιός / παλαιός] καθιστώ κάτι παλιό νεοελλ. 1. γίνομαι παλιός 2. φθείρομαι από την πολλή χρήση ή από τον χρόνο («πάλιωσαν τα παπούτσια μου») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπαλαιωμένος, η, ο αυτός που ίσχυσε στο παρελθόν … Dictionary of Greek
περιφθείρομαι — ΜΑ περιφέρομαι με κίνδυνο να καταστραφώ ή να καταστρέψω άλλους αρχ. 1. καταστρέφομαι από παντού, φθείρομαι τελείως 2. μαζεύω τις ψείρες, ψειρίζομαι 3. (κατά τον Ησύχ.) «μειοῡμαι, ἐλαττοῡμαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φθείρομαι «καταστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
αμφιπεριφθινύθω — ἀμφιπεριφθινύθω (Α) φθείρομαι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περιφθινύθω «καταστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
ανατρίβω — ἀνατρίβω (Α) 1. τρίβω ελαφρά και συνέχεια, μαλάσσω 2. θωπεύω, χαϊδεύω 3. παθ. τρίβομαι, φθείρομαι … Dictionary of Greek
απαγορεύω — (AM ἀπαγορεύω) [αγορεύω] δεν επιτρέπω να γίνει κάτι, εμποδίζω μσν. 1. απελπίζομαι, απογοητεύομαι 2. αποφεύγω 3. ( ομαι) απελπίζω κάποιον αρχ. 1. σταματώ, διακόπτω, εγκαταλείπω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι 3. μεταπείθω κάποιον 4. διακηρύσσω 5. (για… … Dictionary of Greek
απογίνομαι — (AM ἀπογίνομαι κ. γίγνομαι) μσν. νεοελλ. 1. (για γεγονός) εξαλείφομαι, παρέρχομαι 2. (για γεγονός ή πράγμα) παίρνω έκβαση, καταλήγω 3. (για πρόσωπο) καταντώ 4. απρόσ. συμβαίνει νεοελλ. 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. χειροτερεύω αρχ. 1. βρίσκομαι… … Dictionary of Greek
αποκναίω — ἀποκναίω (Α) 1. αποξύνω, αποτρίβω 2. (για άνθρωπο) κατατρύχω, κουράζω κάποιον υπερβολικά 3. ( ομαι) φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κναίω = κνώ( άω) «αποξύνω»] … Dictionary of Greek
απορρέω — (AM ἀπορρέω) [ρέω] νεοελλ. μτφ. 1. προέρχομαι, πηγάζω από κάτι 2. προκύπτω, συνάγομαι αρχ. μσν. απομακρύνομαι, ξεκόβω από κάποιον μσν. περνώ, φεύγω αρχ. 1. αποπίπτω, πέφτω καταγής 2. φθείρομαι, χάνομαι 3. διαλύω το στρατόπεδο και αποχωρώ … Dictionary of Greek